H ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΗΣ ΚΑΝΝΑΒΗΣ

H ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΗΣ ΚΑΝΝΑΒΗΣ

ΡΥΘΜΙΣΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΓΕΝΗΣ

 

Γράφει ο Κλεάνθης Γρίβας

 

Σύννεφο με παντελόνια
Κριτήρια Αποτελεσματικότητας

Κάθε πολιτική μπορεί να είναι αποτελεσματική (όταν παράγει επιτυγχάνει τις διακηρυγμένες επιδιώξεις της) ή αναποτελεσματική (όταν δεν παράγει τους διακηρυγμένους στόχους της) ή καταστρεπτική (όταν προκαλεί αποτελέσματα διαμετρικά αντίθετα με τους διαφημιζόμενους στόχους της).

Όμως, παρόλο που επιβεβαιώνεται καθημερινά ότι η πολιτική της επιλεκτικής απαγόρευσης και της καταστολής ορισμένων ουσιών ανήκει στην τρίτη κατηγορία, οι διαχειριστές της εξουσίας εξακολουθούν να εμμένουν σ’ αυτή.

Μοναδικά κριτήρια της επιτυχίας ή της αποτυχίας κάθε πολιτικής απέναντι στις απαγορευμένες ουσίες (που, ανοήτως, αποκαλούνται «ναρκωτικά») είναι οι δείκτες που αφορούν τις συνέπειες της απαγόρευσης τους στην οικονομία, τη δημόσια τάξη, τη δημόσια υγεία και τους θεσμούς.

 

Οικονομία

 

1) Ο δείκτης της λειτουργίας της μαύρης αγοράς, εκφράζει το αρνητικό κόστος της εξάρτησης και προσδιορίζεται:

 

α) Από τον αριθμό των εξαρτημένων από απαγορευμένες ουσίες.

β) Από την τιμή διάθεσης αυτών των ουσιών.

 

Αυτοί οι παράγοντες, εν συνεχεία καθορίζουν:

 

α) Την έκταση της μαύρης αγοράς.

β) Τον ετήσιο τζίρο που πραγματοποιείται στα πλαίσιά της.

γ) Τα κέρδη του οργανωμένου εγκλήματος που την ελέγχει.

 

2) Ο δείκτης του κοινωνικού κόστους των παράνομων ουσιών, εκφράζει το θετικό κόστος της εξάρτησης που προσδιορίζεται:

 

α) Από τις συνολικές δαπάνες για τη λειτουργία, τη συντήρηση και την επέκταση του διωκτικού, δικαστικού, σωφρονιστικού και περιθαλψιακού μηχανισμού, σ’ ό,τι αφορά το μέρος της λειτουργίας τους που συνδέεται με την καταστολή των παράνομων ουσιών.

β) Από το συνολικό κόστος της παραγωγής του ικανού για εργασία πληθυσμού, ο οποίος καθίσταται ανενεργός λόγω της εμπλοκής του στην εξάρτηση από παράνομες ουσίες.

 

Δημόσια Υγεία

 

1) Ο δείκτης των θανάτων των εξαρτημένων από λόγους που συνδέονται αμέσως ή εμμέσως με τη χρήση των παρανόμων ουσιών (νοθευμένη ουσία, θανατηφόρα έκβαση διαφόρων ασθενειών λόγω της αποδυνάμωσης της άμυνας του οργανισμού τους, κ.α.)

2) Ο δείκτης των ασθενειών που πλήττουν τους εξαρτημένους και εκείνους που έχουν σεξουαλικές σχέσεις με εξαρτημένους χρήστες οι οποίοι είναι σεξουαλικά μεταδιδόμενων ασθενειών.

 

Δημόσια Τάξη

 

1) Ο δείκτης της άμεσης εγκληματικότητας, που συνδέεται με αδικήματα που αφορούν αυτή καθαυτή την παραγωγή, διακίνηση, πώληση, αγορά, κατοχή και χρήση των παράνομων ουσιών.

2) Ο δείκτης της έμμεσης εγκληματικότητας, που συνδέεται με αδικήματα που αφορούν την προσπάθεια των χρηστών να διασφαλίσουν την παράνομη ουσία από την οποία είναι εξαρτημένοι (μικροδιακίνηση, κλοπές, διαρρήξεις, πορνεία, κ.α.)

3) Ο δείκτης των ποινικών διώξεων που ασκούνται για αδικήματα σχετικά με τις απαγορευμένες ουσίες.

4) Ο δείκτης των καταδικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται για αδικήματα σχετικά με τις απαγορευμένες ουσίες.

5) Ο δείκτης των κρατουμένων στις φυλακές, ως κατάδικοι και υπόδικοι για παραβάσεις της νομοθεσίας περί ναρκωτικών, σε σχέση με το συνολικό ποινικό πληθυσμό.

6) Ο δείκτης του οικονομικού εγκλήματος, που συνδέεται με τις διαδικασίες «ξεπλύματος» των κερδών που πραγματοποιούνται στη μαύρη αγορά.

 

Θεσμοί

 

1) Ανατροπή των κανόνων της νόμιμης οικονομίας και του οικονομικού συστήματος με την επανεπένδυση του «ξεπλυμένου» χρήματος σε νόμιμες οικονομικές δραστηριότητες (επενδύσεις ή εξαγορά οικονομικών μορφωμάτων, όπως τράπεζες, εταιρείες, επιχειρήσεις, κ.α.), πράγμα που διασφαλίζει την απεριόριστη αύξηση της οικονομικής ισχύος του οργανωμένου εγκλήματος, που εν συνεχεία μετασχηματίζεται αναγκαία σε πολιτική.

2) Διάβρωση των πολιτικών θεσμών με τη μαζική εξαγορά κρατικών υπαλλήλων, κυβερνητικών αξιωματούχων, στελεχών πολιτικών κομμάτων, κ.α. Σ’ αυτό το πεδίο, η απαγορευτική πολιτική έχει σοβαρότατες επιπτώσεις. Όπως τονίζεται στην Έκθεση της Εξεταστικής Επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (23/4/1992):

«Η ισχύς των εγκληματικών οργανώσεων που ελέγχουν το εμπόριο των ναρκωτικών εμφανίζει ανησυχητική αύξηση. Έχει όλο και σοβαρότερες επιπτώσεις στην κοινωνία και τους πολιτικούς θεσμούς των κρατών.

Υπονομεύει τα θεμέλια της νόμιμης οικονομίας και απειλεί τη σταθερότητα των κρατών-μελών της Κοινότητας.

Τα οικονομικά κέρδη που απορρέουν από το εμπόριο ναρκωτικών επιτρέπουν στις εγκληματικές οργανώσεις που το διαχειρίζονται να διαβρώνουν και να διαφθείρουν τις κρατικές δομές σε όλα τα επίπεδα».

 

 

ΠΡΟΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

 

Αύξηση της Εγκληματικότητας

Η απαγόρευση ορισμένων ουσιών είναι μια καθαρά εγκληματογενής ρύθμιση που προκαλεί τη δημιουργία και τη διευρυμένη αναπαραγωγή ενός πλήθους νέων εγκλημάτων που αυξάνονται με τρόπο ευθέως ανάλογο προς τις απαγορευτικές ρυθμίσεις.

Περίπου έναν αιώνα από την θέσπιση της πρώτης μεγάλης απαγόρευσης (των οπιούχων και της κοκαΐνης το 1914), ο αριθμός των ατόμων που κάνουν χρήση εξαρτησιογόνων απαγορευμένων ουσιών (οπιούχα, κοκαΐνη και υπνωτικά) αυξήθηκε από 215.000 το 1915[1] σε 14.500.000 το 1992.

Σήμερα, περισσότεροι από 50.000.000 Αμερικανοί κάνουν περιστασιακή ή συστηματική χρήση κάποιων απαγορευμένων ουσιών. Απ’ αυτούς, κάθε χρόνο συλλαμβάνονται πάνω από 1.000.000 (το 2% του συνόλου των χρηστών) και διώκονται ποινικά πάνω από 750.000 (το 1,8% του συνόλου).

Οι αυστηρότερες ποινικές κυρώσεις μεγαλώνουν τους κινδύνους της διακίνησης των απαγορευμένων ουσιών, πράγμα που συνεπάγεται την άνοδο των τιμών της διάθεσής τους στη μαύρη αγορά, και, συνεπώς, την αύξηση των κερδών που πραγματοποιούνται στα πλαίσιά της, με αποτέλεσμα να έλκεται σ’ αυτές τις δραστηριότητες ένας όλο και μεγαλύτερος αριθμός ατόμων.

Η απαγόρευση είναι η αποκλειστική αιτία της ύπαρξης των διακινητών των παράνομων ουσιών, και προκαλεί μια αλυσιδωτή αντίδραση, μέσω της οποίας προάγεται συνεχώς η παραβατική τους δραστηριότητα και αυξάνεται διαρκώς ο αριθμός τους.

Δημιουργία Νέων Τύπων Εγκληματικότητας

Η απαγόρευση ορισμένων ουσιών είναι μια καθαρά εγκληματογενής ρύθμιση, που προκαλεί τη δημιουργία και τη διευρυμένη αναπαραγωγή ενός πλήθους νέων εγκλημάτων, τα οποία αφορούν το σύνολο των δραστηριοτήτων που εξασφαλίζουν:

1. Τη χρήση των απαγορευμένων ουσιών (αγορά, κατοχή και χρήση).

2. Τη λειτουργία της μαύρης αγοράς (παραγωγή, διακίνηση, διάθεση των ουσιών και έλεγχος της αγοράς).

3. Το ξέπλυμα του ναρκωχρήματος (συγκέντρωση, επένδυση και διακίνηση μέσω παράνομων τραπεζικών διευθετήσεων).

4. Τη διαφθορά των κρατικών υπαλλήλων, των κυβερνητικών αξιωματούχων και των παραγόντων της πολιτικής και οικονομικής ζωής.

5. Τη διασύνδεση του εμπορίου των απαγορευμένων ουσιών με το εμπόριο των όπλων και την κρατική και «αντικρατική» τρομοκρατία.

6. Την αυξανόμενη οικονομική και πολιτική ισχύ του οργανωμένου εγκλήματος.

Από την ανάλυση των επίσημων στοιχείων των διαφόρων χωρών και ιδιαίτερα των ΗΠΑ (που διαθέτουν καλούς μηχανισμούς καταγραφής των παραμέτρων του προβλήματος), διαπιστώνεται ότι μέσα σε 30 χρόνια (1965-1995):

 

– Τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας αυξήθηκαν κατά 300% και

– Τα εγκλήματα βίας αυξήθηκαν κατά 200%.

 

Τουλάχιστον το 50% των εγκλημάτων βίας συνδέονται άμεσα με την πολιτική της απαγόρευσης και της καταστολής ορισμένων ψυχοτρόπων ουσιών.

Στις ΗΠΑ γίνονται κάθε χρόνο πάνω από 13.000.000 κλοπές και πάνω από 25.000 φόνοι. Ένα σημαντικό ποσοστό απ’ αυτές μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί εάν δεν υπήρχε η απαγόρευση, που εξασφαλίζει στο οργανωμένο έγκλημα την ιδιοποίηση όλων των κερδών από την παράνομη διακίνηση και εμπορία των απαγορευμένων ουσιών και εξαναγκάζει την κοινωνία να επωμίζεται όλο το κόστος για την (αδύνατη) αντιμετώπιση των διαρκώς αυξανόμενων παρενεργειών της λειτουργίας της μαύρης αγοράς τους.

Η ύπαρξη της «αντιναρκωτικής» νομοθεσίας που παραβιάζεται καθημερινά από εκατομμύρια ανθρώπους, καθιστά ασαφή τα όρια μεταξύ του αθώου και του εγκληματία και, ουσιαστικά, αχρηστεύει τη λειτουργία του δικαίου.

Η χρήση των απαγορευμένων ουσιών είναι ένα τυπικό έγκλημα χωρίς θύμα και η απαγορευτική αντιμετώπισή του παράγει μια νέα κατηγορία αθώων εγκληματιών, διαμέσου της ταύτισης του χρήστη με τον εγκληματία, γιατί, σύμφωνα με το δόγμα της –εξαρτημένης από τοξικές ουσίες- κυρίας Nάνσι Ρέιγκαν, «όποιος κάνει χρήση απαγορευμένων ουσιών είναι συνεργός σε έγκλημα».[2]


Εγκληματικότητα των Χρηστών

Η απαγόρευση δεν μειώνει τη διαθεσιμότητα των παράνομων ουσιών, απλώς τις κάνει όλο και πιο ακριβές στη μαύρη αγορά. Η απαγόρευση αυξάνει τις τιμές των παράνομων ουσιών αλλά δεν μειώνει τη ζήτησή τους, γιατί η ζήτηση των ουσιών αυτών δεν είναι καθόλου ελαστική.

Σύμφωνα με ένα αδιάψευστο οικονομικό νόμο, «η αύξηση της τιμής ενός αγαθού με ελαστική ζήτηση μειώνει την κατανάλωσή του, ενώ η αύξηση της τιμής ενός αγαθού με ανελαστική ζήτηση δεν επηρεάζει την κατανάλωσή του».

Οι απαγορευμένες εξαρτησιογόνες ουσίες είναι αγαθά με ανελαστική ζήτηση και, ως εκ τούτου, η αύξηση της τιμής τους στην αγορά δεν μειώνει την κατανάλωσή τους, πολλαπλασιάζει τις παραβατικές δραστηριότητες των χρηστών προκειμένου να διασφαλίσουν τα χρήματα που απαιτούνται για την προμήθειά των ουσιών από τις οποίες είναι εξαρτημένοι και συντελεί στην αύξηση του γενικού δείκτη της αθλιότητας της κοινωνίας.

Η σύγκριση των δεικτών της εγκληματικότητας στις περιόδους που χαρακτηρίζονται από ενδυνάμωση της καταστολής των απαγορευμένων ουσιών και στις περιόδους που εφαρμόστηκε μια σχετική ανοχή στη χρήση τους, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η επίταση της καταστολής προκαλεί μια σημαντική αύξηση της εγκληματικότητας ενώ η αποδυνάμωση της καταστολής συνεπάγεται μια εντυπωσιακή μείωσής της.

Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ η απαγόρευση ευθύνεται για «το 33% των κλοπών και των διαρρήξεων».[3]

 

Ανθρωποκτονίες

Στις ΗΠΑ διαπράττονται κάθε χρόνο 34.000.000 εγκληματικές πράξεις από τις οποίες εξιχνιάζονται μόνο 3.000.000 (ποσοστό μικρότερο του 10%).

Ανάμεσα σ’ αυτά τα εγκλήματα συγκαταλέγονται 25.000 ανθρωποκτονίες, πράγμα που αντιστοιχεί σε 100 ανθρωποκτονίες ανά 1.000.000 κατοίκους (η εφαρμογή αυτής της αναλογίας σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, θα σήμαινε 1.000 ανθρωποκτονίες το χρόνο).

Η επισκόπηση των επίσημων στατιστικών στοιχείων οδηγεί στη διαπίστωση ότι στις ΗΠΑ, η αύξηση της εγκληματικότητας (και κυρίως των ανθρωποκτονιών) και του ποινικού πληθυσμού είναι ευθέως ανάλογη με τη σκλήρυνση της στάσης της κρατικής εξουσίας απέναντι στις απαγορευμένες ουσίες και τους χρήστες τους.

Όπως αποδεικνύεται από τα στατιστικά στοιχεία, κατά τη διαδρομή του 20ου αιώνα, οι ανθρωποκτονίες στις Ηνωμένες Πολιτείες ακολούθησαν την εξής πορεία:

 

1. Αυξήθηκαν εκρηκτικά στα μέσα της δεκαετίας 1910-1920 (σε επαναβεβαίωση της επαναλαμβανόμενης διαπίστωσης ότι ο πόλεμος έχει σαν συνέπεια την αύξηση της εγκληματικότητας).

2. Μειώθηκαν γοργά στα δύο χρόνια που ακολούθησαν τον πόλεμο (1919-1920).

3. Αυξήθηκαν ραγδαία κατά την περίοδο της Ποτοαπαγόρευσης (1920-1933) και έφτασαν στο υψηλότερο σημείο τους στον τελευταίο χρόνο της ισχύος της.

4. Μειώθηκαν σταθερά από την άρση της Ποτοαπαγόρευσης (1933) έως τις αρχές της δεκαετία του 1950.

5. Άρχισαν να αυξάνονται στη δεκαετία του 1950, εξαιτίας της αυστηροποίησης της «αντιναρκωτικής» νομοθεσίας και της επίτασης των διώξεων των χρηστών των απαγορευμένων ουσιών.

6. Αυξήθηκαν με ταχύτατους ρυθμούς κατά την περίοδο 1970-1993, που σφραγίστηκε από τους τρεις «πολέμους κατά των ναρκωτικών» (Νίξον 1971, Ρέιγκαν 1982, Μπους 1989).

 

Μόνο κατά την περίοδο 1950-1990, ο μέσος όρος του δείκτη των ανθρωποκτονιών (που δηλώνει τον αριθμό των ανθρωποκτονιών ανά 100.000 κατοίκους) αυξήθηκε πάνω από 100%: από 4,8 στη δεκαετία του 1950, σε 9,5 στη δεκαετία του 1970, και σε 10,2 στα πρώτα τέσσερα χρόνια της δεκαετίας του 1990, ως αποτέλεσμα των τριών «πόλέμων κατά των ναρκωτικών» (1971, 1982 και 1989).[4]

 

ΗΠΑ: ΔΕΙΚΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΚΤΟΝΙΩΝ

(Φόνοι ανά 100.000 κατοίκους)

Δεκαετία

Φόνοι

1950-1959

4,8

1960-1969

5,7

1970-1979

9,5

1980-1989

9,4

1990-1995

10,1

Πηγή: Historical and Statistics of the U.S.: Statistical Abstract of the United States

 

Όπως απέδειξε ο James Ostrowski, 8.250 από τις 25.000 ανθρωποκτονίες που διαπράττονται κάθε χρόνο στις ΗΠΑ (δηλαδή, το 33% του συνόλου των ανθρωποκτονιών) οφείλονται ευθέως στην πολιτική της επιλεκτικής απαγόρευσης ορισμένων ψυχοτρόπων ουσιών:

ΗΠΑ: ΑΝΘΡΩΠΟΚΤΟΝΙΕΣ
ΠΟΥ ΟΦΕΙΛΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ (ΕΤΗΣΙΩΣ)

 

Ανθρωποκτινίες που συνδέονται

1) Με ένοπλες συγκρούσεις στο δρόμο

1.600

2) Με τη μαύρη αγορά (συναλλαγές)

750

3) Με το AIDS σε χρήστες ενέσιμων ουσιών

3.500

4) Με τη λήψη νοθευμένων ουσιών

2.400

Σύνολο

8.250

 

Πηγή: James Ostrowski, «Thinking about Drug Legalization», 1990.[5]

 

Διάδοση των Πυροβόλων Όπλων

Η απαγόρευση συμβάλλει στη διαρκή διάδοση της χρήσης των πυροβόλων όπλων. Η επιδημία της οπλοκατοχής που μαστίζει τις ΗΠΑ, εμφανίζεται με ιδιαίτερη ένταση ανάμεσα στους νέους: Τουλάχιστον 400.000 Αμερικανοί μαθητές κουβαλούν όπλα στα σχολεία τους και το 20% των μαθητών του λυκείου κατέχει ένα πυροβόλο όπλο. Το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων που διαθέτουν οι νέοι για την αγορά όπλων, εξοικονομείται από τη μικροδιακίνηση απαγορευμένων ουσιών:

«Τα χρήματα για την αγορά όπλων εξοικονομούνται από τους νέους, κυρίως από τη μικροδιακίνηση κοκαΐνης. Τα όπλα, από τη στιγμή που μπαίνουν στην κυκλοφορία αποκτούν μια δική τους δυναμική, με αποτέλεσμα η κατοχή όπλου από τους εφήβους να έχει αναχθεί σε παράγοντα κύρους».[6]

Οι Αμερικανοί πολίτες κατέχουν 200.000.000 όπλα (αριθμός που υπερβαίνει τον ενήλικα πληθυσμό των ΗΠΑ), και αυξάνονται κατά 4-5 εκατομμύρια κάθε χρόνο. Ο αριθμός των ατόμων που κατέχουν όπλα σήμερα είναι αυξημένος κατά 400% σε σχέση τα 500.000 άτομα της δεκαετίας του 1950.[7]

Η σχέση μεταξύ του αυξανόμενου αριθμού των πολιτών που κατέχουν όπλα και των ανθρωποκτονιών που διαπράττονται, είναι ευθέως ανάλογη: Κάθε χρόνο τα πυροβόλα όπλα χρησιμοποιούνται σε περισσότερα από 600.000 εγκλήματα βίας και σε 24.000 από τις 25.000 ανθρωποκτονίες.[8]

Συλλήψεις

Ο παροξυσμός του αμερικανικού «πολέμου κατά των ναρκωτικών» εκφράστηκε με την τρομακτική αύξηση των συλλήψεων για παράβαση της «αντιναρκωτικής» νομοθεσίας ιδιαίτερα κατά την περίοδο της προεδρίας των Ρέιγκαν και Μπους (1981-90): Ο αριθμός των συλλήψεων από 400.000 το 1980 (τελευταίο έτος της θητείας του προέδρου Κάρτερ) έκανε άλμα στο 1.400.000 το 1990 (κατά την προεδρία του πατρός Μπους) και στο 1.889.000 το 2006 (επί του υιού Μπους).

Μ’ αυτό τον τρόπο ο πατήρ Μπους πραγματοποίησε το ένα από τα δύο σκέλη της υπόσχεσης που έδωσε στον αμερικανικό λαό στις 5/9/1989, κατά την εξαγγελία της πολιτικής του για τα «ναρκωτικά», ότι «θα έλυνε το πρόβλημα των ναρκωτικών, κλείνοντας στη φυλακή όλους τους διακινητές τους»: Κατά τη διάρκεια της προεδρίας του, ο μέσος ετήσιος όρος των συλλήψεων για υποθέσεις απαγορευμένων ουσιών ξεπέρασε τα 1.400.0000 άτομα, από τα οποία στέλνονταν στη φυλακή πάνω από 500.000.

Ο μεγάλος όγκος των συλλήψεων και των καταδικών αφορούσαν την απλή κατοχή κάνναβης: Το 1990 οι συλλήψεις για κατοχή και χρήση κάνναβης έφτασαν τις 400.000 και το 1992 ξεπέρασαν τις 500.000.[9]

 

ΣΥΛΛΗΨΕΙΣ ΓΙΑ «ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ»
(ΗΠΑ, 1980-2006)

Έτος

Συλλήψεις

1980

400.000

1982

600.000

1984

800.000

1986

1.000.000

1988

1.200.000

1990

1.400.000

2006

1.889.810

Το 2006, από τις 1.889.810 συλλήψεις με βάση την νομοθεσία για τα ναρκωτικά, 1.559.093 (82.5%) ήταν για κατοχή και μόνο 330.717 (17.5% ) για πώληση ή παρασκευή μιας απαγορευμένων ουσιών.[10]

ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΙ ΣΕ ΦΥΛΑΚΕΣ [11]
(ΗΠΑ, 1996-2006)

 

Φυλακές

Έτος

Κατάδικοι

Για Ν

%

 

1996

88.658

52.782

60 %

Ομοσπονδιακές

2000

131.739

74.276

56 %

 

2006

176.268

93.751

53 %

Πολιτειακές

2006

1.274.600

249.400

19 %

 

 

ΔΙΑΦΘΟΡΑ

Πίσω από την προκλητή «αντιναρκωτική» υστερία κρύβεται η ιερή συμμαχία ενός τμήματος της νόμιμης εξουσίας του κράτους και της «παράνομης» εξουσίας του οργανωμένου εγκλήματος, που διαχειρίζονται από κοινού τη βιομηχανία των απαγορευμένων ουσιών, την πλέον προσοδοφόρα βιομηχανία στον πλανήτη, που υπάρχει εξαιτίας της απαγόρευσης και μόνο.

Οι νόμοι που απαγορεύουν ορισμένες ψυχοτρόπες ουσίες καθιέρωσαν ένα ανθρωποθυσιαστικό τελετουργικό και διαμόρφωσαν μια ατμόσφαιρα στην οποία κυριαρχεί ένας  πολιτικός, οικονομικός και κοινωνικός οπορτουνισμός που στηρίζεται στον άκρατο αμοραλισμό, την προκλητή υστερία, τη δημαγωγία, τη βία και τη διαφθορά.

Οι επιθέσεις πάνοπλων αστυνομικών ομάδων σε δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους, τα αλλεπάλληλα μπλόκα στους δρόμους, η καλλιέργεια του χαφιεδισμού και της κατάδοσης, οι κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων των «υπόπτων» (οι οποίες ισοδυναμούν με κοινές ληστείες), η τεράστια διαφθορά μεταξύ των πολιτικών, των αστυνομικών, των δικαστών και των σωφρονιστικών υπαλλήλων διαμόρφωσαν μια κατάσταση καθολικής ανομίας που θίγει όλα τα πεδία της δημόσιας ζωής.

Η απαγόρευση αυξάνει συνεχώς τις τιμές των παράνομων ουσιών και εκτοξεύει στα ύψη τα κέρδη του οργανωμένου εγκλήματος, καθιστώντας το ικανό να διαφθείρει και να εξαγοράζει κυβερνητικούς αξιωματούχους, δημοσίους υπαλλήλους (τελωνειακούς, αστυνομικούς, δικαστικούς, κ.α.) και  παράγοντες της πολιτικής και οικονομικής ζωής, με αποτέλεσμα τη διάβρωση των θεσμών, την ανατροπή των  κανόνων που διέπουν την οικονομική ζωή και την υπονόμευση της λειτουργίας του πολιτεύματος σε όλες σχεδόν τις δημοκρατικές χώρες.

• Στον «πόλεμο κατά του αλκοόλ» (Ποτοαπαγόρευση, 1920-1933), η διαφθορά των διαχειριστών της εξουσίας αναδείχτηκε σε ένα «ευγενές άθλημα» που δεν άφησε ανέγγιχτο κανένα τομέα της δημόσιας ζωής: «Στα πρώτα 11 χρόνια της Ποτοαπαγόρευσης (1920-1931), εξαναγκάστηκαν σε παραίτηση ή διώχτηκαν με την κατηγορία της διαφθοράς 14.000 από τους συνολικά 18.000 πράκτορες των υπηρεσιών που ήταν εντεταλμένες για το κυνήγι του αλκοόλ».[12] Δηλαδή, το 77,7% των ανθρώπων στους οποίους ανατέθηκε η εφαρμογή του νόμου εξελίχθηκαν σε συνεργάτες του οργανωμένου εγκλήματος. «Μόνο στη Νέα Υόρκη, οι ιδιοκτήτες των παράνομων μπαρ πλήρωναν 50 εκατ. δολάρια το χρόνο σε αστυνομικούς, εισαγγελείς, δικαστές και ομοσπονδιακούς πράκτορες, εξαγοράζοντας τη συνενοχή τους».[13]

• Στον «πόλεμο κατά των ναρκωτικών», η διαχείριση της εξουσίας και η διαφθορά έχουν καταστεί έννοιες ταυτόσημες, καθιστώντας δυσδιάκριτα τα όρια ανάμεσα στη νόμιμη εξουσία του κράτους και την παράνομη εξουσία του οργανωμένου εγκλήματος.

Μεταξύ 1968 και 1988 πάνω από 10.000 αξιωματούχοι των αμερικανικών υπηρεσιών που είναι εντεταλμένες για τη δίωξη των απαγορευμένων ουσιών έχουν προσαχθεί σε δίκη και καταδικαστεί ή εκδιώχθηκαν από την υπηρεσία τους ή εξαναγκάστηκαν σε παραίτηση, με την κατηγορία της διαφθοράς. Μερικές χαρακτηριστικές περιπτώσεις:

 

• Το 1968, ο τότε υπουργός δικαιοσύνης των ΗΠΑ Ramsey Clark έστειλε στον εισαγγελέα ή τη σύνταξη το 80% των αξιωματούχων της Υπηρεσίας Δίωξης Ναρκωτικών με την κατηγορία της διαφθοράς και της συμμετοχής σε διακίνηση απαγορευμένων ουσιών.

• Το 1973, πάνω από το 50% των αστυνομικών του Γραφείου Δίωξης Ναρκωτικών της Νέας Υόρκης κατηγορήθηκαν και παραπέμφθηκαν σε δίκη με την κατηγορία της διαφθοράς και η Επιτροπή Knapp, στην οποία ανατέθηκε η έρευνα για τη διαφθορά στην αστυνομία, αποφάνθηκε ότι  «η διαφθορά είχε διαβρώσει μεγαλύτερο βαθμό την ίδια τη Διεύθυνση της Αστυνομίας».[14]

• Το 1986 ήρθε στο φως της δημοσιότητας ένας μεγάλος αριθμός σκανδάλων σχετικών με τη διακίνηση ναρκωτικών στα οποία ήταν μπλεγμένοι αξιωματικοί και άνδρες των υπηρεσιών δίωξης «ναρκωτικών», της αστυνομίας, του FBI, των τελωνείων, της ακτοφυλακής και των φυλακών.

• Το 1988, πάνω από 80 αξιωματικοί των υπηρεσιών δίωξης στο Μαϊάμι, καταδικάστηκαν για ένα πλήθος αδικημάτων, από φόνους μέχρι ληστείες και εξαγορά, που διέπραξαν ενώ διερευνούσαν υποθέσεις «ναρκωτικών».

• Το 1989, δεκαοκτώ σερίφηδες της επαρχίας του Λος Αντζελες αποτάχτηκαν από το σώμα για τους ίδιους λόγους.

• Το 1989, συνελήφθη μια ομάδα 4 αξιωματούχων της DEA για διακίνηση παράνομων ουσιών και διαφθορά. Επικεφαλής ήταν ο Edmund O’Brien, βετεράνος της επιχείρησης για την εξουδετέρωση του Γαλλικού Δικτύου.

• Το 1991, ο αξιωματικός της DEA Darnell Garcia καταδικάστηκε στο Λος Άντζελες για συνενοχή σε διακίνηση απαγορευμένων ουσιών και ξέπλυμα χρήματος. Δύο συνένοχοί του αξιωματικοί της DEA, διέφυγαν την καταδίκη καταθέτοντας εναντίον του. Η επιχείρηση των τριών αξιωματικών της εν λόγω υπηρεσίας «δίωξης των ναρκωτικών» λειτουργούσε από το 1982 και τους απόφερε πάνω από 2.000.000 δολάρια σε μυστικούς τραπεζικούς λογαριασμούς στην Ελβετία.[15]

• Το 1992, μια ομάδα αξιωματικών της αστυνομίας της Νέας Υόρκης παραπέμφθηκαν και καταδικάστηκαν για διακίνηση ηρωίνης σε μεγάλη έκταση. Στις μεθόδους δράσης τους περιλαμβάνονταν και οι φόνοι.[16]

 

Η διαφθορά δεν περιορίζεται στην αστυνομία. Εκτείνεται στους δικηγόρους, τους δικαστικούς, τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους και σε όλους σχεδόν τους επαγγελματικούς κλάδους. Πολλοί δικηγόροι παίρνουν μέρος στο «παιχνίδι» και ενεργούν ως σύμβουλοι των διακινητών ή μεθοδεύουν τρόπους ξεπλύματος του ναρκωχρήματος. Πολλοί σωφρονιστικοί υπάλληλοι προσπορίζονται σημαντικά κέρδη συμμετέχοντας στη διακίνηση απαγορευμένων ουσιών στο χώρο της δουλειάς του. Πολλοί εισαγγελείς και δικαστές συνεργάζονται αμέσως ή εμμέσως με τους διακινητές των «ναρκωτικών» στους οποίους παρέχουν προστασία από διώξεις, απαλλαγή από κατηγορίες ή αθώωση σε περίπτωση παραπομπής, έναντι αδρότατων ανταμοιβών.

Είναι χαρακτηριστικές οι πρόσφατες περιπτώσεις του αναπληρωτή εισαγγελέα της Νέας Υόρκης που καταδικάστηκε για συνενοχή σε κλοπή απαγορευμένων ουσιών και χρημάτων από τα κρατικά αποθέματα,[17]  του ομοσπονδιακού δικαστή Robert Collins και του πολιτειακού δικαστή Walter Nixon που καταδικάστηκαν για δωροδοκία σε υποθέσεις «ναρκωτικών».[18]

Η δυνατότητα του οργανωμένου εγκλήματος να διαθέτει τεράστια χρηματικά ποσά σε κρατικούς αξιωματούχους, καθιστά τη διαφθορά αναπόφευκτη. Όταν η συνολική βιομηχανία των απαγορευμένων ουσιών πραγματοποιεί κάθε χρόνο ένα τζίρο που ξεπερνάει τα 500 δις δολάρια στις ΗΠΑ και τα 1 τρις δολάρια διεθνώς, πολλοί «ευυπόληπτοι» κρατικοί αξιωματούχοι της αστυνομίας, της δικαιοσύνης και των φυλακών είναι δύσκολο να αρνηθούν μια συναλλαγή με το οργανωμένο έγκλημα που θα τους αποφέρει τουλάχιστον 1 εκατομμύριο δολάρια, δηλαδή ένα ποσό που ισοδυναμεί με το σύνολο των μισθών τους σε ολόκληρη την καριέρα τους.

Όταν ένας νόμος παράγει ένα διαρκώς αυξανόμενο αριθμό παραβατών του και, συνεπώς, όταν εξ’ αντικειμένου δεν είναι δυνατό να επιβληθούν οι προβλεπόμενες κυρώσεις σε όλους τους παραβάτες, τα κριτήρια της νομιμότητας ατονούν ή εκλείπουν και ενισχύεται η αυθαιρεσία των διωκτικών αρχών που μπορούν να επιλέγουν κατά βούληση ποιος θα διωχθεί και ποιος όχι, με βάση τα υπηρεσιακά, οικονομικά και σεξουαλικά οφέλη που μπορούν να προσπορίζονται κατά περίπτωση.

Ένα πλήθος ερευνών που γίνονται στις ΗΠΑ από έγκυρους οργανισμούς, αποδεικνύει ότι πολλοί αστυνομικοί διασφαλίζουν ένα δεύτερο παράνομο εισόδημα, κλέβοντας από τους χρήστες και τους μικροδιακινητές που συλλαμβάνουν τεράστια χρηματικά ποσά και μεγάλες ποσότητες απαγορευμένων ουσιών, τις οποίες εν συνεχεία διοχετεύουν στην αγορά.  Σύμφωνα με αξιόπιστες έρευνες, από τα μετρητά που κατάσχονται στην κατοχή ατόμων που συλλαμβάνονται για λόγους που συνδέονται με την «αντιναρκωτική» νομοθεσία, το 70-80% ληστεύεται από τους αστυνομικούς των υπηρεσιών δίωξης και μόνο το 20-30% δηλώνεται υπηρεσιακά.

Εξαιτίας αυτής της ιδιομορφίας των «εγκλημάτων» που κατασκευάζονται με την Απαγόρευση («εγκλημάτων» που είναι δύσκολο ή αδύνατο να διερευνηθούν γιατί σ’ αυτά συμμετέχουν με τη θέλησή τους και προς αμοιβαίο όφελος ένας πωλητής και ένας αγοραστής που και οι δύο διαπράττουν αδίκημα και, συνεπώς, δεν έχουν κανένα λόγο να το καταγγείλουν στις αρχές), η αστυνομία υιοθετεί παράνομες μεθόδους δράσης που είναι αδύνατο να ελεγχθούν. Κι αυτό της διασφαλίζει τεράστια περιθώρια και άπειρες δυνατότητες αυθαιρεσίας και διαφθοράς, εξαιτίας των οποίων μετασχηματίζεται από υπηρεσία δίωξης της παραβατικότητας σε μηχανισμό παραγωγής, προώθησης και κάλυψης του εγκλήματος.


OIKONOMIA

• Σύμφωνα με το «Γραφείο για τα Ναρκωτικά και το Έγκλημα» του ΟΗΕ: «Η αξία της παγκόσμιας αγοράς απαγορευμένων ουσιών το 2003, αποτιμάται στο επίπεδο της παραγωγής σε 13 δις δολάρια, στο επίπεδο της χονδρικής πώλησης σε 94 δις δολάρια και στο επίπεδο της λιανικής πώλησης σε 322 δις δολάρια (Σημ: στην αποτίμηση λαμβάνονται υπόψη οι κατασχέσεις και άλλες απώλειες). Αυτό δείχνει ότι, παρά τις κατασχέσεις και τις απώλειες, η αξία των ναρκωτικών αυξάνεται σημαντικά, καθώς διακινούνται από τον παραγωγό στον καταναλωτή».[19]

• «Εάν συγκριθεί με τις παγκόσμιες νόμιμες εξαγωγές (7.503 δις δολάρια το 2003) ή με το Παγκόσμιο Ακαθάριστο Προϊόν GDP (35.765 δις δολάρια το 2003), η παγκόσμια αγορά παράνομων ουσιών αντιστοιχεί:

– Με το 0.9% του Παγκόσμιου Ακαθάριστου Προϊόντος (GDP), αποτιμώμενη σε επίπεδο λιανικής πώλησης.

– Με το 1.3% των παγκόσμιων εξαγωγών, αποτιμώμενη σε επίπεδο χονδρικής πώλησης.

• Η αξία της παγκόσμιας αγοράς των παράνομων ουσιών (αποτιμώμενη σε τιμές λιανικής πώλησης):

Υπερβαίνει το ΑΕΠ καθεμιάς από το 88% όλων των χωρών του κόσμου (163 από 184 χώρες για τις οποίες η Παγκόσμια Τράπεζα / World Bank διαθέτει στοιχεία για το ΑΕΠ τους) και

Ισοδυναμεί με το ΑΕΠ των 75% των χωρών της υπο-Σαχάριας Αφρικής (439 δις δολάρια το 2003).

Το 2003, οι ετήσιες χονδρικές πωλήσεις παράνομων ουσιών

αντιστοιχούσαν:

– στο 12% των παγκόσμιων εξαγωγών χημικών (794 δις δολάρια),

– στο 14% των παγκόσμιων εξαγωγών αγροτικών προϊόντων (674 δις δολάρια),

υπερέβαιναν:

– τις παγκόσμιες εξαγωγές ορυκτών και μεταλλευμάτων (79 δις δολάρια)

– τις συνολικές εξαγωγές αγροτικών προϊόντων από την Λατινική Αμερική (75 δις δολάρια) και τη Μέση Ανατολή (10 δις δολάρια) από κοινού».[20]


ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗ VS ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗΣ

H απόρριψη της απαγορευτικής πολιτικής απορρέει λογικά από την κριτική αυτής της πολιτικής ως εργαλείου που χρησιμοποιείται από την εξουσία για τη χειραγώγηση της κοινωνίας, και από τη διαρκώς επαναβεβαιούμενη κραυγαλέα αναντιστοιχία της σε σχέση με τους διακηρυγμένους στόχους της.

Kεντρικοί στόχοι της αντι-απαγορευτικής πολιτικής είναι η εξάλειψη του μοναδικού κινήτρου της δράσης των εγκληματικών οργανώσεων, του κέρδους (πράγμα που σημαίνει κατάργηση του σπουδαιότερου εγκληματογενούς παράγοντα σε διεθνές επίπεδο) και η μείωση της βλάβης για τους χρήστες και την κοινωνία.

Η εμμονή στην απαγόρευση επιτείνει τη διαδικασία διάλυσης της κοινωνικής συνοχής, γιατί, με την ανεύθυνη και δημαγωγική θέσπιση νόμων που δεν είναι δυνατό να καταστούν σεβαστοί, υπονομεύεται δραστικά η ιδέα της τήρησης του νόμου (δηλαδή των κανόνων που διέπουν τις  κοινωνικές σχέσεις), που αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για την ύπαρξη κάθε δημοκρατικής κοινωνίας.

 

Πολιτικές Αντιμετώπισης

Όλες οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν μέχρι σήμερα για τα τυχερά παιχνίδια, το αλκοόλ, την πορνογραφία, την πορνεία και  τη χρήση απαγορευμένων ουσιών, κυμαίνονται ανάμεσα στην καταπίεση και την ενσωμάτωση, ανάλογα με τις αλλαγές που επιτελούνται σε κάθε εποχή, στην κουλτούρα, την οικονομία και την πολιτική

Το κύριο χαρακτηριστικό όλων αυτών των φαινομένων είναι ότι αναφέρονται τόσο σε ατομικές όσο και σε δημόσιες συμπεριφορές. Μερικές φορές ο νόμος στοχεύει και στις ατομικές και στις δημόσιες συμπεριφορές συγχρόνως, και άλλες φορές μόνο στις δημόσιες. Όσο περισσότερο επικαλείται την «ηθική», τόσο περισσότερο στοχεύει στον έλεγχο της ιδιωτικής συμπεριφοράς.

Είναι προφανές ότι κάθε νόμος έχει κάποια «ηθικές» αναφορές, όπως είναι εξίσου φανερό ότι η επιβολή της «ηθικής» με τη δύναμη του νόμου βρίσκεται εκτός των ορίων της νομιμότητας και αποτελεί τη χειρότερη μορφή τυραννίας.

Ο νόμος πρέπει να δρα περιοριστικά μόνο σ’ εκείνες τις δημόσιες συμπεριφορές και τις ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις που προκαλούν βλάβη σε τρίτο και θίγουν άμεσα τη δημόσια τάξη.

Η καταστολή οιασδήποτε συμπεριφοράς ορίζεται ως παράνομη, αποκλείει τόσο την κοινωνική ενσωμάτωση των φορέων της όσο και την επιχειρηματολογημένη ενημέρωση της κοινωνίας. Κι αυτό γιατί απλούστατα:

1) Ο κοινωνικός έλεγχος είναι το αποτέλεσμα της λειτουργίας ενός συνόλου κοινωνικών μηχανισμών που αποβλέπουν στη διαχείριση των ανεπιθύμητων συμπεριφορών που προκαλούν βλάβη σε τρίτους. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους μηχανισμούς, σημαντικότατο ρόλο διαδραματίζει η ενσωμάτωση, την οποία η απαγόρευση και η καταστολή αποκλείουν εξ’ ορισμού. Γιατί και η απαγόρευση και η καταστολή πραγματώνονται διαμέσου της καταπίεσης των ανθρώπινων συμπεριφορών που δεν προκαλούν βλάβη σε τρίτους, πράγμα που αναγκαία συνεπάγεται την καταπίεση των ανθρώπινων υπάρξεων και την περιθωριοποίησή τους.

2) Όταν η χρήση ορισμένων ουσιών ορίζεται ως παράνομη, οποιαδήποτε πληροφόρηση, ενημέρωση και εκπαίδευση εκτός του «απαγορεύεται», είναι αντίθετη με το γράμμα και το πνεύμα του νόμου. Και κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, η ενημέρωση εκτοπίζεται από τη δαιμονολογία.

 

Απαγόρευση και Παράνομη Οικονομία

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των εμπειρογνωμόνων, οι δραστηριότητες που αφορούν τις απαγορευμένες ουσίες καλύπτουν, κατά χώρα,  το 60 έως 80% του συνολικού όγκου των ποινικά κολάσιμων δραστηριοτήτων.

Αυτές οι δραστηριότητες διεθνώς αποτιμώνται σε 1 τρισεκατομμύριο δολάρια ετησίως, 3 δισεκατομμύρια δολάρια ημερησίως) και διαμορφώνουν μια παράνομη οικονομία που αυξάνεται ταχύτερα από την νόμιμη.

 

Μ’ άλλα λόγια, το παγκόσμιο σύστημα της απαγόρευσης ορισμένων ουσιών είναι ο κυριότερος παράγοντας ανάπτυξης της παράνομης οικονομίας (ακολουθούμενος από το λαθρεμπόριο των όπλων, τον τζόγο, την πορνεία και το οικονομικό έγκλημα), που τείνει να καταβροχθίσει τη νόμιμη οικονομία.

 

Κατασχέσεις και κοινωνικό κόστος

 

Οι κατασχέσεις των απαγορευμένων ουσιών είναι σταθερές και ανέρχονται στο 3% έως 5% της ποσότητας που διακινείται συνολικά. Τα προβλήματα που συνδέονται με τις απαγορευμένες ουσίες προκαλούνται από το 95% των ουσιών που δεν κατάσχονται από τις διωκτικές αρχές και φτάνουν στους χρήστες. Απ’ αυτή τη διαπίστωση προκύπτουν δύο κρίσιμα ερωτήματα:

1) Τι θα αλλάξει εάν καταστεί δυνατός ο διπλασιασμός ή ο τριπλασιασμός της ποσότητας των απαγορευμένων ουσιών που κατάσχονται (δηλαδή, τι θα αλλάξει εάν οι κατασχέσεις των απαγορευμένων ουσιών αυξηθούν από το 5% στο 10% ή 15% του συνολικού τους όγκου);

Η απάντηση είναι κατηγορηματική: Tίποτα. Γιατί δεν υπάρχει καμιά διαφορά εάν φτάνει στους χρήστες το 95%, το 90% ή το 85% αυτών των ουσιών.

2) Ποιό είναι το κοινωνικό και οικονομικό κόστος, εάν η προσπάθεια επικεντρώνεται στην επίτευξη αυτού του στόχου με κάθε τρόπο;

Η απάντηση είναι το ίδιο σαφής και κατηγορηματική:

• Πολλαπλασιάζεται το οικονομικό κόστος.

• Ενδυναμώνεται το οργανωμένο έγκλημα (που συνεργάζεται αρμονικά με την κρατική εξουσία).

• Εντείνεται η διαφθορά των κρατικών, κυβερνητικών και κομματικών αξιωματούχων και υπαλλήλων.

• Ενισχύονται οι αρμοδιότητες των διωκτικών αρχών σε βάρος των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών με πρόσχημα την ανέφικτη «προστασία» της κοινωνίας από τα «ναρκωτικά».

• Συνεχίζουν να αυξάνονται όλοι οι δείκτες της ατομικής και κοινωνικής παθολογίας που συνδέονται με τη χρήση των απαγορευμένων ουσιών.

 

Καταστολή και Εγκληματικότητα

Συχνά υποστηρίζεται ότι υπάρχει μια σχέση αντιστρόφως ανάλογη ανάμεσα στην καταστολή και την εγκληματικότητα και ότι κάθε αύξηση της καταστολής συνοδεύεται από μια μείωση της συνολικής εγκληματικότητας.

Πρόκειται για ένα ιδεολόγημα που, ως τέτοιο, απλώς προβάλλει την κατάσταση ανεστραμμένη. Γιατί η σχέση ανάμεσα στην καταστολή και την εγκληματικότητα δεν είναι αντιστρόφως αλλά ευθέως ανάλογη: Κάθε ενδυνάμωση της καταστολής προκαλεί αύξηση της εγκληματικότητας.

Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο, όλες οι κατασταλτικές πολιτικές απέναντι στις απαγορευμένες ουσίες προκαλούν αύξηση της εγκληματικότητας που συνδέεται μ’ αυτές και είναι καταδικασμένες σε αποτυχία.

 

Αποτελέσματα της Καταστολής

Η καταστολή έχει πολλαπλές και ανεξέλεγκτες αρνητικές συνέπειες στην κοινωνία.

1) Οι χρήστες στιγματίζονται ως εγκληματίες και εξαναγκάζονται σε ένα σταδιακό εξοστρακισμό από την κοινωνία στην οποία ανήκουν, μέσα από μια γενικότερη εξουσιαστική μεθόδευση που θέλει την κοινωνία κατακερματισμένη σε ομάδες «καλών» και «κακών» πολιτών.

2) Η κατάργηση της νόμιμης παραγωγής εξαλείφει κάθε δυνατότητα ελέγχου του όγκου και της ποιότητάς της (πράγμα που διασφαλίζεται με τη νόμιμη –και υπό κοινωνικό έλεγχο- παραγωγή).

3) Η ενδυνάμωση της καταστολής προκαλεί αύξηση της τιμής των ελεγχόμενων ουσιών στη μαύρη αγορά, πράγμα που συνεπάγεται μεγιστοποίηση των κερδών του οργανωμένου εγκλήματος: Ενδυνάμωση της καταστολής σημαίνει μεγαλύτερους οικονομικούς κινδύνους για το οργανωμένο έγκλημα και μεγαλύτερους ποινικούς κινδύνους για τους χρήστες και το κόστος αυτών των κινδύνων ενσωματώνεται στην τιμή του προϊόντος, που αυξάνεται διαρκώς.

4) Η μεγιστοποίηση των κερδών του οργανωμένου εγκλήματος προκαλεί ενίσχυση των δραστηριοτήτων του και αύξηση της οικονομικής και, κατ’ επέκταση, της πολιτικής του ισχύος.

 

Καταστολή και Αστυνομία

Οι διωκτικές αρχές αναπτύσσουν μια συνεργατική σχέση με τον υπόκοσμο από τον οποίο εξαρτώνται σε ό,τι αφορά τις πληροφορίες (και όχι μόνο). Οπως είναι ευνόητο, αυτό συνεπάγεται μια συναλλακτική σχέση μεταξύ των διωκτικών αρχών και του υπόκοσμου, η οποία θεσμοποιεί και «νομιμοποιεί» τη συνεργασία της νόμιμης εξουσίας του κράτους με την παράνομη εξουσία του υπόκοσμου.

Κάτι τέτοιο αποτελεί καίριο πλήγμα κατά της νομιμότητας και έχει άπειρες διαλυτικές συνέπειες για την κοινωνία, την οποία -καθ’ υπόθεση- υπηρετούν αυτές οι διωκτικές αρχές.

Επιπροσθέτως, η εμμονή στην καταστολή, έχει ως αναγκαία συνέπεια την αύξηση του αριθμού των αστυνομικών, την ενίσχυση της αστυνομικής ισχύος, την επίταση της διείσδυσης της αστυνομίας στην κοινωνία, και τον πολλαπλασιασμό των αστυνομικών παρεμβάσεων στη δημόσια και ιδιωτική ζωή. Κι αυτό είναι που θέτει επί τάπητος το κρίσιμο ερώτημα:  «Ποιος θα αστυνομεύει την αστυνομία;»

Με βάση τη διαπίστωση ότι η εγκληματικότητα εξ’ ορισμού αρχίζει με τη θέσπιση μιας περιοριστικής νομοθεσίας, είναι σημαντικό να μη ξεχνάμε ότι όσο δεν υπήρχαν απαγορευτικοί νόμοι για ορισμένες ουσίες, δεν υπήρχε κανενός είδους εγκληματικότητα σ’ αυτό το πεδίο. Ενώ, από τη στιγμή που αποτέλεσαν αντικείμενο απαγόρευσης, οι ουσίες αυτές αναδείχθηκαν σε πεδίο διευρυμένης αναπαραγωγής μιας πολύμορφης εγκληματικότητας που δεν αφήνει ανέγγιχτο κανένα τομέα της κοινωνικής ζωής.

Απ’ αυτή την άποψη, είναι κρίσιμης σημασίας το προφανές συμπέρασμα ότι η Ποτοαπαγόρευση στις ΗΠΑ (1920-1933) αποδείχθηκε ένας εγκληματογενής παράγοντας που γέννησε και γιγάντωσε το οργανωμένο έγκλημα και το ανέδειξε σε καθοριστικό παράγοντα στην αμερικανική δημόσια, οικονομική και πολιτική ζωή.

 

Φιλελευθεροποίηση

Πολλοί άνθρωποι αντιμετωπίζουν τη φιλελευθεροποίηση της νομοθεσίας για τις απαγορευμένες ουσίες ως ουτοπία ή διάκεινται εχθρικά απέναντί της. Η σύγκριση αυτής της προοπτικής με τους τρόπους διαχείρισης του αλκοόλ και των τυχερών παιχνιδιών, είναι εξαιρετικά χρήσιμη.

1) Κατά τη διάρκεια της απαγόρευσης του αλκοόλ στις ΗΠΑ, έγινε αντιληπτό ότι ο μόνος τρόπος να ανακοπεί η αύξηση της εγκληματικότητας και η επιρροή της στην κοινωνική ζωή, ήταν η (επα)νομιμοποίησή του.

2) Μετά την άρση της Ποτοαπαγόρευσης, το οργανωμένο έγκλημα στράφηκε στην εκμετάλλευση των -τότε απαγορευμένων- τυχερών παιχνιδιών, σε μια τέτοια κλίμακα που δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα, ιδιαίτερα σε ορισμένες μεγαλουπόλεις. Και πάλι, η λύση που επιλέχθηκε ήταν η φιλελευθεροποίηση της νομοθεσίας για τα τυχερά παιχνίδια.

3) Μετά την αποποινικοποίηση των τυχερών παιχνιδιών, το οργανωμένο έγκλημα στράφηκε στις απαγορευμένες ψυχοτρόπες ουσίες, και προώθησε την παραγωγή και τη διεύρυνση της αγοράς τους στα σημερινά, επικίνδυνα για την κοινωνία, επίπεδα.

Είναι πασίγνωστο ότι η χρήση του αλκοόλ, του καπνού και της οδήγησης αποτελούν σημαντικό κοινωνικό πρόβλημα, με εξόχως αρνητικές συνέπειες από την άποψη της δημόσιας τάξης, της (ατομικής και της δημόσιας) υγείας και της οικονομίας. Αλλά κανείς δε διανοείται να το «λύσει», απαγορεύοντας το αλκοόλ, το κάπνισμα και την οδήγηση.

Η μελέτη αυτών των τάσεων καθιστά σαφές πως μοναδική έλλογη απάντηση στα ποικίλα ατομικά και κοινωνικά προβλήματα που δημιουργεί και αναπαράγει η απαγορευτική πολιτική απέναντι σε ορισμένες ουσίες, είναι η φιλελευθεροποίηση της νομοθεσίας και η άρση της βίας που επικαθορίζει τη σκηνή των απαγορευμένων ουσιών σήμερα.

Κάποτε πρέπει να γίνει συνείδηση ότι το ζητούμενο δεν ήταν, δεν είναι και δεν μπορεί να είναι η (ανέφικτη) αποστείρωση της ανθρώπινης κοινωνίας από τις διάφορες ψυχοτρόπες ουσίες αλλά η ελαχιστοποίηση των βλαβών απορρέουν από τη χρήση τους και των κινδύνων προκύπτουν από την κατάχρησή τους.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Το συμπέρασμα είναι προφανές: Μοναδικό αποτέλεσμα της απαγορευτικής, κατασταλτικής και διωκτικής μανίας των διαχειριστών της εξουσίας, είναι η ραγδαία επιδείνωση όλων των δεικτών του «προβλήματος των ναρκωτικών», προς όφελος των συνδυασμένων συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου, της κρατικής εξουσίας και του οργανωμένου εγκλήματος και σε βάρος της κοινωνίας.

Η καταστολή, οι μύθοι, η παραπληροφόρηση και η τρομοκρατική προπαγάνδα συμβάλλουν στην διαρκή διόγκωση του προβλήματος,  ενισχύουν διαρκώς τις εγκληματικές οργανώσεις που ελέγχουν τη μαύρη αγορά,  οδηγούν τους χρήστες στο στιγματισμό και τη φυλακή και καθιστούν καταγέλαστες τις αλλεπάλληλες «αντιναρκωτικές» εκστρατείες που οργανώνουν οι σύγχρονοι Πάπες των κρατικών εξουσιών, οι οποίες μονίμως αποτυγχάνουν στους διακηρυγμένους στόχους τους και πάντοτε επιτυγχάνουν τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα.

 

ΤΟ ΝΑΡΚΩ-ΠΡΟΦΙΛ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Η κατασταλτική πολιτική απέναντι στις απαγορευμένες ουσίες που επιλέγεται και εφαρμόζεται από τους κατά τόπους εκάστοτε διαχειριστές της εξουσίας «χωρίς περίσκεψη, χωρίς λύπη και χωρίς αιδώ» επί πολλές δεκαετίες, έχει εμπλέξει την ανθρωπότητα σε μια ανθρωποβόρα συλλογική τραγωδία από την οποία η λύση της «κάθαρσης» έχει αποκλειστεί.

Η εξουσιαστική δαιμονολογία κατασκευάζει το «πρόβλημα των ναρκωτικών» και, εν συνεχεία, αναλαμβάνει να το «λύσει» στ’ όνομα της «προστασίας» του κοινωνικού συνόλου, εξοντώνοντας τα θύματα, ισχυροποιώντας τους θύτες και αποδιοργανώνοντας την κοινωνία.

Ακολουθώντας τους «ομοτέχνους» τους των άλλων χωρών, οι διαχειριστές της κρατικής εξουσίας στην Ελλάδα, εδώ και πολλές δεκαετίες, ενεργώντας ως εκτελεστικά όργανα μιας «αντιναρκωτικής» πολιτικής που σχεδιάζεται στις ΗΠΑ (και επιβάλλεται καταναγκαστικά στις εξαρτημένες ή υποτελείς χώρες διαμέσου ποικίλων οικονομικών, πολιτικών και στρατιωτικών εκβιασμών και ενός πλέγματος διεθνών «συνθηκών» που υπαγορεύονται από την Ουάσικτον), εφαρμόζουν ένα σύνολο μέτρων απαγόρευσης και καταστολής της χρήσης ορισμένων ουσιών, με αποτέλεσμα να αναπαράγουν διευρυμένα το «πρόβλημα» που υποτίθεται ότι επιδιώκουν να «λύσουν», σπρώχνοντας την ελληνική κοινωνία όλο και πιο βαθειά στο διαλυτικό φαύλο κύκλο της ενδυνάμωσης της καταστολής και της εξάρτησης.

Η Ελλάδα παίρνει μέρος σ’ αυτή τη συλλογική τραγωδία, καταβάλλοντας το υψηλό και δυσβάστακτο (ανθρώπινο, οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό) τίμημα που συνεπάγεται η συμμετοχή της στον αμερικανικό «πόλεμο κατά των «ναρκωτικών», εξ’ αιτίας της πλήρους ανεπάρκειας, της κραυγαλέας άγνοιας, της διανοητικής οκνηρίας και της πολιτικής ατολμίας των διαχειριστών της κρατικής εξουσίας, και των δεσμεύσεών τους από τα αμερικανικά κέντρα σχεδιασμού και αποφάσεων (και κυρίως της δουλικής πρόσδεσής τους στην Αμερικάνικη «αντιναρκωτική» πολιτική που είναι ενταγμένη στα πλαίσια του γενικής οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής στρατηγικής των ΗΠΑ και εξυπηρετεί ανάγκες και σκοπιμότητες απολύτως ξένες προς την περιστολή της χρήσης των απαγορευμένων ουσιών.

Αντιμέτωπη με το εξουσιαστικά κατασκευασμένο πρόβλημα των «ναρκωτικών», η Ελλάδα, όπως και όλες οι άλλες χώρες που εξαναγκάστηκαν να αποδεχτούν την καταστολή ως μέσο αντιμετώπισης της χρήσης ορισμένων ψυχοτρόπων ουσιών, διαπιστώνει με οδυνηρό τρόπο την πλήρη χρεοκοπία της κατασταλτικής «αντιναρκωτικής» πολιτικής η οποία, αντί να περιστέλλει, πολλαπλασιάζει δραματικά όλους τους δείκτες που συνθέτουν το «πρόβλημα των «ναρκωτικών», προκαλώντας:

• Την αλματώδη αύξηση του αριθμού των εξαρτημένων από απαγορευμένες εξαρτησιογόνες ουσίες.

• Την τραγική αύξηση του αριθμού των θανάτων των εξαρτημένων, εξαιτίας της χρήσης των νοθευμένων περιττωμάτων που προσφέρονται στη μαύρη αγορά.

• Την ταχύτατη αύξηση της εγκληματικότητας που συνδέεται με την εναγώνια προσπάθεια του χρήστη να εξασφαλίσει τη «δόση» του με κάθε τρόπο (με τη μικροδιακίνηση, την κλοπή και την εκπόρνευση).

• Τη δραματική αύξηση του ποινικού πληθυσμού (το ένα τρίτο του, αφορά αδικήματα σχετικά με τη νομοθεσία περί «ναρκωτικών».

• Την ανησυχητική αύξηση της εξάπλωσης των ασθενειών που συνδέονται με τις άθλιες συνθήκες πρόσκτησης και λήψης που επιβάλλει η παρανομία (AIDS, ηπατίτιδα Β, ηπατίτιδα C, διάφορες λοιμώξεις).

• Την πλήρη εκμηδένιση της όποιας αποτελεσματικότητας θα μπορούσαν να έχουν οι διωκτικές αρχές εναντίον των διαφόρων εκφάνσεων του οργανωμένου εγκλήματος που ελέγχει τη μαύρη αγορά.

• Την απάλειψη κάθε προοπτικής να καταστούν οι εξαρτημένοι κοινωνικά βιώσιμοι και ανακτήσιμοι.

• Την εκρηκτική μεγιστοποίηση του κοινωνικού και οικονομικού κόστους που συνεπάγεται το πρόβλημα της εξάρτησης και της καταστολής, κόστος που έχει ήδη υπερβεί άπειρες φορές και από πολλές απόψεις τις δυνατότητες της κοινωνίας και του κράτους.

ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗΣ

 

1. Η Μαύρη Αγορά

Χάρη στην κατασταλτική αντιμετώπιση των απαγορευμένων ουσιών, τη δαιμονολογική «αντιναρκωτική» προπαγάνδα και το ζήλο του διωκτικού, ποινικού και του σωφρωνιστικού μηχανισμού, οι 2.000 εξαρτημένοι του 1980 έκαναν ένα εντυπωσιακό άλμα στις 20.000 το 1985, εκτοξεύθηκαν στις 80.000 το 1990 και στις 100.000 το 2000.[21]

Μερικοί από τους δείκτες που συνθέτουν το πρόβλημα της μαύρης αγοράς της νοθευμένης ηρωίνης στην Ελλάδα (2000):

 

 

Χρήστες ηρωίνης

 

 

2.000 (1980)     →   100.000 (2000) [130.000]

 

Μέση Ημερήσια Κατανάλωση

κάθε εξαρτημένου

 

 

700 χιλιοστά του γραμμαρίου

(ήτοι 0,2 έως 1,2 gr δια 2)

 

Μέση Ετήσια Κατανάλωση

κάθε εξαρτημένου, ετήσια

 

 

260 γραμμάρια νοθευμένης ηρωίνης

(ήτοι 700 mg Χ 365 ημέρες = 255,5 gr)

 

Συνολική Ετήσια κατανάλωση

όλων των εξαρτημένων

 

 

26.000 κιλά ή 26 τόνοι νοθευμ. ηρωίνης

(ήτοι 260 gr X 100.000= 26.000 κιλά)

 

Σύνολο ετήσιων κατασχέσεων

νοθευμένης ηρωίνης (1991)

 

 

 

20-40 κιλά νοθευμένης ηρωίνης

(δηλαδή το 0,15 % του συνόλου)

 

Τιμή της νοθευμένης ηρωίνης

στη μαύρη αγορά

 

 

30-40  € το γραμμάριο

30.000 – 40.000  € το κιλό)

 

Συνολικός ετήσιος τζίρος

στη μαύρη αγορά της ηρωίνης

 

 

1 ΔΙΣΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΟ  €

(26.000 κιλά Χ 40.000 € = 1.040.000.000  €)

 

M’ άλλα λόγια, ο ετήσιος τζίρος που πραγματοποιείται στη μαύρη αγορά της νοθευμένης ηρωίνης στην Ελλάδα ξεπερνάει το 40% του συνόλου των κερδών που πραγματοποιούν οι 50 μεγαλύτερες εταιρείες της χώρας,[22] (εξαιρουμένων των μεγάλων τραπεζών).

Αυτό εξασφαλίζει στις διάφορες εκφάνσεις του μεγάλου κεφαλαίου, του παρακράτους και του οργανωμένου εγκλήματος που ελέγχουν τη μαύρη αγορά, μια οικονομική ισχύ που:

● Αυξάνεται διαρκώς με καλπάζοντες ρυθμούς,

● Διεισδύει επεκτατικά στο πεδίο των νόμιμων οικονομικών δραστηριοτήτων και

● Μετασχηματίζεται σε πολιτική δύναμη με τη μαζική αγορά μέσων και «κρατικών και κυβερνητικών αξιωματούχων».

Αυτό ανατρέπει τους κανόνες του οικονομικού παιχνιδιού, αποσυνθέτει τη συνοχή του κοινωνικού δικτύου και θέτει σε άμεσο κίνδυνο τη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών. «Οι λαθρέμποροι ‘ναρκωτικών’ αποτελούν έναν εξαιρετικά μεγάλο κίνδυνο, ιδίως για τις χώρες της Κοινότητας ειδικά και τις δημοκρατικές χώρες γενικά… αποτελούν μια άνευ προηγουμένου επίθεση κατά της εθνικής και της διεθνούς κοινωνικής τάξης και εν δυναμει του οικονομικού συστήματος του δημοκρατικού κόσμου… και βρίσκονται ήδη σε θέση να επηρεάζουν την πολιτειακή λειτουργία ολόκληρων χωρών».[23]

Έτσι, εξαιτίας της εμμονής των διαχειριστών της εξουσίας στην καταστολή, στον ιστορικό ορίζοντα της ανθρωπότητας έχει ήδη προβάλλει η εικόνα ενός μέλλοντος που κυριαρχείται από τον εφιάλτη του «ναρκω-ολοκληρωτισμού».

 

2. Οι Άλλοι Δείκτες του Προβλήματος

Στο πεδίο των απαγορευμένων εξαρτησιογόνων ουσιών, η αδιάψευστη γλώσσα των αριθμών σκιαγραφεί ένα ζοφερό παρόν και προδιαγράφει ένα απελπιστικό μέλλον για την ελληνική κοινωνία:

 

ΔΕΙΚΤΕΣ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ

1980

1990

2000

ΑΥΞΗΣΗ

Εξαρτημένοι

2.000

80.000

130.000

5.000 %

Θάνατοι από νοθευμένη ηρωίνη

5

90

370

7.200 %

Διωχθέντες (ναρκ. νομοθεσία)

800

6.000

750 %

Βεβαιωμένες παραβάσεις (ναρκ. νομοθ.)

400

4.000

6.000

1.000 %

Κρατούμενοι στις φυλακές

700

2.100

   300 %

Ποσοστό στο σύνολο των κρατουμένων

19 %

40 %

  100 %

Παραβατικότητα (εξαιτίας δόσης)

+

+ +

+ + + + +

  500 %

Δραστηριότητα διωκτικών υπηρεσιών

(α) αναποτελεσματική ως προς τους στόχους.

(β) αποτελεσματική ως παράγων επιδείνωσης[24]

+

– –

+ +

 

– – – – –

+ + + +

Τιμή νοθευμένης ηρωίνης

στη μαύρη αγορά (γραμμάριο)

10 €

15 €

40 €

400 %

Για τα 4 πρώτα στοιχεία: Υπουργείο Δημόσιας Τάξης (Πίνακες 1-6)

3. Το Κοινωνικό Κόστος της Καταστολής

 

Ένα πολιτικό μέτρο που φαίνεται απόλυτα δικαιολογημένο εφ’ όσον αγνοούνται οι έμμεσες συνέπειές του, συχνά αποκαλύπτεται πως είναι παράλογο μόλις ληφθούν υπ’ όψη όλες οι (οικονομικές) συνέπειές του.

Gunnar Myrdal

 

Το είδος και η έκταση των προβλημάτων που δημιουργούνται από τα λεγόμενα «ναρκωτικά» εξαρτώνται κυρίως από τον τρόπο με τον οποίο τα αντιμετωπίζει η κρατική εξουσία και η κοινωνία.

Η υιοθέτηση μιας έλλογης και συνετής στάσης απέναντι στις ψυχοτρόπες ουσίες επιτρέπει την ενσωμάτωσή τους στο υφιστάμενο πολιτιστικό πλαίσιο, και πυροδοτεί τη δημιουργία και την ενίσχυση της λειτουργίας ορισμένων κοινωνικών μηχανισμών αυτορρύθμισης της χρήση τους διαμέσου των οποίων καθίστανται ακίνδυνα για την κοινωνική συνοχή. Αντίθετα,

Η επιλογή μιας άλογης, απορριπτικής και κατασταλτικής αντιμετώπισης δημιουργεί ένα πλήθος προβλημάτων εκ του μη όντος, διασφαλίζει τη συνεχώς διευρυνόμενη αναπαραγωγή τους και παράγει μια σωρεία απρόβλεπτων παρενεργειών που συνεπάγοντα ένα τεράστιο θετικό και συγχρόνως ένα ανυπολόγιστο αρνητικό κόστος για την κοινωνία. Ένα κόστος που αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο, υπερβαίνει τις δυνατότητές της κοινωνίας να το αντιμετωπίσει, εκμηδενίζει τις άμυνές της, υπονομεύει το παρόν της και υποθηκεύει το μέλλον της.

• Με τον όρο θετικό κόστος υποδηλώνονται οι κάθε είδους δαπάνες τις οποίες καταβάλλει η κοινωνία προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι πολύπλευρες παρενέργειες που παράγονται από μια δραστηριότητα (νόμιμη ή παράνομη) και είναι δυνατό να εντοπιστούν, να αξιολογηθούν και να κοστολογηθούν οικονομικά.

• Με τον όρο αρνητικό κόστος εννοούνται οι πολύμορφες αρνητικές κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες που είναι δυνατόν να προκύπτουν από μια δραστηριότητα (νόμιμη ή παράνομη) αλλά είναι αδύνατο να ποσοτικοποιηθούν και να αποτιμηθούν οικονομικά.

 

Το Θετικό Κόστος της Καταστολής

Για να έναν, κατά προσέγγιση, προσδιορισμό της οικονομικής επιβάρυνσης της κοινωνίας από την αναποτελεσματική κατασταλτική αντιμετώπιση των απαγορευμένων ψυχοτρόπων ουσιών (την ανέφικτη εξουδετέρωση των παρενεργειών ή την ουσιαστικά αδύνατη μείωση των πιο αιχμηρών συνεπειών του «προβλήματος», που παράγεται ευθέως και εξ’ ολοκλήρου από την παράλογη «αντιναρκωτική» πολιτική που εφαρμόζουν οι διαχειριστές της κρατικής εξουσίας) πρέπει να συνυπολογιστούν:

 

1) Οι συνολικές ετήσιες δαπάνες για τη συντήρηση και τη λειτουργία των μηχανισμών που έχουν επιφορτιστεί με την εφαρμογή της νομοθεσίας για τα «ναρκωτικών» (δίωξη, ποινική κύρωση, «σωφρωνισμός»), κατά το μέρος που αναλογεί στο ποσοστό των δραστηριοτήτων τους που αφορούν τις απαγορευμένες ουσίες.

    Στους μηχανισμούς αυτούς (που το κόστος τους επιβαρύνει το δημόσιο προϋπολογισμό και αυξάνεται με τόσο γοργούς ρυθμούς ώστε να καθίσταται προβληματική η λειτουργία τους), περιλαμβάνονται:

 

• Ο μηχανισμός της δίωξης των «ναρκωτικών» (αστυνομικός και τελωνειακός).

• Ο βοηθητικός αστυνομικός μηχανισμός, που καλύπτει τις απαιτήσεις της προδικαστικής φάσης των υποθέσεων των ατόμων που συλλαμβάνονται για πράξεις σχετικές με τη νομοθεσία περί «ναρκωτικών».

• Ο ποινικός μηχανισμός.

• Ο «σωφρονιστικός» μηχανισμός.

• Ο δήθεν θεραπευτικός μηχανισμός.

 

2) Οι συνολικές απώλειες των επενδύσεων που έκανε η κοινωνία για την παραγωγή ενός (ανειδίκευτου, έστω) εργατικού δυναμικού ισοδύναμου με τον αριθμό των εξαρτημένων σε κάθε δεδομένη χρονική στιγμή (π.χ. 100.000 άτομα για την Ελλάδα το 2000).

 

3) Η συνολική επιβάρυνση της κοινωνίας από το γεγονός ότι ένας, συνεχώς αυξανόμενος, αριθμός εξαρτημένων τίθεται εκτός παραγωγικής διαδικασίας.

 

4) Το σύνολο των δαπανών που βαρύνουν άμεσα τους ίδιους τους χρήστες και το οικογενειακό τους περιβάλλον (συντήρηση των χρηστών, αμοιβές δικηγόρων σε περίπτωση σύλληψης και παραπομπής, καταβολές εγγυήσεων για αποφυλάκιση, εξαγορές ποινών, αμοιβές γιατρών, νοσηλεία σε κλινικές του ιδιωτικού τομέα, κ.α.). Και, τέλος,

 

5) Οι διαφεύγουσες εισπράξεις του κράτους από τις αφορολόγητες συναλλαγές στη μαύρη αγορά της ηρωίνης στην οποία πραγματοποιείται τζίρος ύψους 1 δισεκατομμυρίου ευρώ ετησίως, προς αποκλειστικό όφελος των «καρτέλ» που την ελέγχουν.

 

Συνυπολογίζοντας όλα τα παραπάνω μεγέθη, οδηγείται κανείς στο συμπέρασμα ότι το συνολικό κόστος των διαφόρων παραμέτρων της εξάρτησης και της καταστολής, που, κατά τους κατά προσέγγιση ερασιτεχνικούς αλλά προσεκτικούς και μάλλον μετριοπαθείς, υπολογισμούς του γράφοντος, ξεπερνάει το 1 δισεκατομμυρίου ευρώ ετησίως. Μ’ άλλα λόγια, η εξουσιαστική εμμονή στην κατασταλτική «αντιναρκωτική» πολιτική, εξαναγκάζει τους Έλληνες φορολογούμενους να πληρώνουν πάνω από 1 δισεκατομμυρίου ευρώ ετησίως 3 εκατομμύρια ευρώ ημερησίως) και να εισπράττουν ως αντάλλαγμα μια (ανέφικτη) εξουσιαστική «προστασία» από έναν κίνδυνο που υπάρχει ως τέτοιος μόνο εξαιτίας αυτής της πολιτικής.

Με βάση τα παραπάνω, είναι εύλογο ότι μοναδικό αποτέλεσμα της κατασταλτικής πολιτικής απέναντι στα λεγόμενα ναρκωτικά είναι ότι Διαμορφώνει μια επεκτατική κακοήθη νεοπλασία, από την ύπαρξη της οποίας όλα τα βάρη τα επωμίζεται η κοινωνία και όλα τα κέρδη τα προσπορίζονται τα εγκληματικά δίκτυα που ελέγχουν τη διακίνηση και τη διάθεση των απαγορευμένων ψυχοτρόπων ουσιών.

Όλα αυτά καθιστούν πρόδηλη την ανάγκη της διαμόρφωσης μιας πολιτικής οικονομίας των απαγορευμένων ουσιών, που θα εξαναγκάσει τους διαχειριστές της εξουσίας να αποκαλύψουν, επιτέλους, πόσο ακριβώς στοιχίζει στην κοινωνία η ατελέσφορη κατασταλτική πολιτική τους απέναντι στα «ναρκωτικά».

Το Αρνητικό Κόστος της Καταστολής

Στη μαύρη αγορά των απαγορευμένων ψυχοτρόπων ουσιών στην Ελλάδα, πραγματοποιείται τζίρος ύψους 1 δισεκατομμυρίου ευρώ ετησίως από την εμπορία μιας εξαρτησιογόνας ουσίας (της ηρωίνης), η οποία στη διαδρομή της από την παραγωγή μέχρι τον τελικό καταναλωτή της, διακινείται με μικτό ποσοστό κέρδους από 1.400% έως 4.000%, ανάλογα με το βαθμό της νόθευσής της.

Ο λόγος είναι απλός: Το γεγονός ότι η νοθευμένη ηρωίνη που κυκλοφορεί στη μαύρη αγορά περιέχει ηρωίνη σε ποσοστό από 0% έως 10% (μέσος όρος = 5%), σημαίνει ότι

• Από 1 κιλό καθαρής ηρωίνης με κόστος παραγωγής 200 ευρώ παράγονται 7 κιλά νοθευμένης ηρωίνης με περιεκτικότητα 15%, τα οποία στην τελική κατανάλωση αποδίδουν 280.000 ευρώ (7 κιλά ή 7.000 γραμμάρια Χ 40 ευρώ το γραμμάριο = 280.000 ευρώ). Συνεπώς, η νοθευμένη ηρωίνη αυτής της περιεκτικότητας διακινείται με μικτό ποσοστό κέρδους 1.400%.

• Από 1 κιλό καθαρής ηρωίνης με κόστος παραγωγής 200 ευρώ  παράγονται 20 κιλά νοθευμένης με περιεκτικότητα 5% που στην τελική κατανάλωση αποδίδουν 800.000 ευρώ (20 κιλά ή 20.000 γραμμάρια επί 40 ευρώ το γραμμάριο = 800.000 ευρώ). Συνεπώς, η νοθευμένη ηρωίνη αυτής της περιεκτικότητας διακινείται με μικτό ποσοστό κέρδους 8.000%. Σημειωτέον ότι η νοθευμένη ηρωίνη με περιεκτικότητα 15% είναι η καλύτερη ποιότητα «ηρωίνης» που κυκλοφορεί στη μαύρη αγορά.

 

Η διαφορά ανάμεσα στις 280.000 ευρώ της νοθευμένης ηρωίνης με περιεκτικότητα 5% και τις 800.000 ευρώ ενός κιλού με περιεκτικότητα 15%, κάνει ολοφάνερη την τεράστια σημασία που έχει και η παραμικρή νόθευσή της ηρωίνης για όσους εμπλέκονται στις διάφορες φάσεις της διακίνησής της.

Πέρα απ’ αυτά, αυτή καθαυτή η ύπαρξη και η λειτουργία της μαύρης αγοράς θέτει ένα μείζον οικονομικό και πολιτικό πρόβλημα.

 

1) Το 1 δισεκατομμύριο ευρώ που αποτελεί τον συνολικό ετήσιο τζίρο στη μαύρη αγορά της νοθευμένης ηρωίνης, είναι αδύνατο να επαν-επενδύεται εξ’ ολοκλήρου σε δραστηριότητες σχετικές με την ηρωίνη, αποδεικνύεται περίτρανα ένα απλό «παιχνίδι αριθμών»: Το 1 δισεκατομμύριο ευρώ του ετήσιου τζίρου στη μαύρη αγορά της νοθευμένης ηρωίνης αντιστοιχούν σε 500.000 κιλά καθαρής ηρωίνης με κόστος παραγωγής 200 ευρώ (ή σε 3.500.000 κιλά νοθευμένης ηρωίνης με περιεκτικότητα 15%  ή σε 10.000.000 κιλά νοθευμένης ηρωίνης με περιεκτικότητα 5%.

 

Εάν αυτό το ποσό επανεπενδυόταν σε δραστηριότητες σχετικές με την ηρωίνη, θα αντιστοιχούσε σε κάθε κάτοικο της Ελλάδας με ½ κιλό καθαρής ηρωίνης ή με 3,5 κιλά νοθευμένης με περιεκτικότητα 15% ή 10 κιλά νοθευμένης με περιεκτικότητα 5%, δηλαδή με μια ποσότητα που είναι υπερ-πολλαπλάσια από το μέσο όρο των ετήσιων αναγκών κάθε εξαρτημένου.[25]

 

Συνεπώς, εάν ο ετήσιος τζίρος που πραγματοποιείται στη μαύρη αγορά της νοθευμένης ηρωίνης (1 δισεκατομμύριο ευρώ) επαν-επενδυόταν εξ’ ολοκλήρου ή έστω κατά μεγάλο μέρος του σε δραστηριότητες σχετικές με την ηρωίνη, θα οδηγούσε αντικειμενικά στην εξάρτηση ολόκληρου του πληθυσμού σε χρονικό διάστημα δύο ή τριών μηνών. Το γεγονός ότι δε συμβαίνει κάτι τέτοιο, αποδεικνύει ότι:

• Ένα ελάχιστο μέρος των κερδών που αποφέρει η εμπορία της ηρωίνης επενδύεται στη μαύρη αγορά (με τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η σταθερή ανάπτυξη της ζήτησής της και η συνακόλουθη αύξηση των κερδών), ενώ

Tο μέγιστο μέρος των κερδών «ξεπλένονται» κατάλληλα και επενδύονται σε νόμιμες οικονομικές δραστηριότητες, με αποτέλεσμα όλο και σημαντικότεροι τομείς της οικονομίας να τίθενται υπό τον έλεγχο των διαφόρων εκφάνσεων του οργανωμένου εγκλήματος που ελέγχουν τη μαύρη αγορά, και να αυξάνεται διαρκώς η οικονομική τους δύναμη που εν συνεχεία μετασχηματίζεται σε πολιτική ισχύ.

 

Μ’ άλλα λόγια, η αφανιστική πολιτική της επιλεκτικής απαγόρευσης ορισμένων ουσιών από τους εκάστοτε διαχειριστές της εξουσίας (η οποία δημιουργεί τη μαύρη αγορά των «ναρκωτικών» και την παραχωρεί στον αποκλειστικό έλεγχο των μεγάλων εγκληματικών οργανώσεων, περιχαρακώνοντας νομοθετικά την έκτασή της και περιφρουρώντας αστυνομικά τα όριά της) είναι η μοναδική υπεύθυνη για τη διαμόρφωση των όρων ενός αφανιστικού «παιχνιδιού» που επιτρέπει σ’ αυτές τις εγκληματικές οργανώσεις να αυξάνουν διαρκώς και τα παράνομα και τα νόμιμα κέρδη τους, να πολλαπλασιάζουν συνεχώς την οικονομική τους δύναμη, να την μετασχηματίζουν σε πολιτική ισχύ και να ελέγχουν όλο και ευρύτερους και ζωτικότερους τομείς της δημόσιας ζωής.

Αυτό σημαίνει ότι, με πλήρη και αποκλειστική ευθύνη των διαχειριστών της κρατικής εξουσίας και εξαιτίας της κατασταλτικής τους μονομανίας, δημιουργείται, λειτουργεί και αναπτύσσεται συνεχώς η μαύρη αγορά των «ναρκωτικών» που αποτελεί ένα μοναδικά προνομιούχο και απολύτως ανεξέλεγκτο πεδίο αφάνταστα κερδοφόρων συναλλαγών, στο πλαίσιο του οποίου οι εγκληματικές οργανώσεις που το ελέγχουν πραγματοποιούν ασύλληπτα (και αφορολόγητα) κέρδη που τους παρέχουν την αντικειμενική δυνατότητα αφενός να συντηρούν αυτή την αγορά σε κατάσταση σταθερής διεύρυνσης και αφετέρου να αλώνουν το πεδίο των νόμιμων οικονομικών δραστηριοτήτων και να υπονομεύουν τους κοινωνικούς θεσμούς, έχοντας στη διάθεσή τους απεριόριστα μέσα για τη μαζική εξαγορά όλο και περισσότερων οικονομικών μονάδων και παραγόντων της δημόσιας ζωής.[26]

 

 

 

ΠΙΝΑΚΕΣ

 

ΕΛΛΑΔΑ

 

1. Δείκτες του προβλήματος της μαύρης αγοράς

της νοθευμένης ηρωίνης στην Ελλάδα (2000)

 

 

Χρήστες ηρωίνης

 

2.000 (1980)     →   100.000 (2000)

 

Μέση Ημερήσια Κατανάλωση

κάθε εξαρτημένου

 

700 χιλιοστά του γραμμαρίου

(ήτοι 400 έως 1000 mg δια 2)

 

Μέση Ετήσια Κατανάλωση

κάθε εξαρτημένου, ετήσια

 

260 γραμμάρια νοθευμένης ηρωίνης

(ήτοι 700 mg Χ 365 ημέρες = 255,5 gr)

 

Συνολική Ετήσια κατανάλωση

όλων των εξαρτημένων

 

26.000 κιλά ή 26 τόνοι νοθευμ. ηρωίνης

(ήτοι 260 gr X 100.000= 26.000 κιλά)

 

Σύνολο ετήσιων κατασχέσεων

νοθευμένης ηρωίνης (1991)

 

 

20-40 κιλά νοθευμένης ηρωίνης

(δηλαδή το 0,15 % του συνόλου)

 

Τιμή της νοθευμένης ηρωίνης

στη μαύρη αγορά

 

30-40  € το γραμμάριο

30.000 – 40.000  € το κιλό)

 

Συνολικός ετήσιος τζίρος

στη μαύρη αγορά της ηρωίνης

 

1 ΔΙΣΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΟ  €

(26.000 κιλά Χ 40.000 € = 1.040.000.000  €)

 

2. Οι άλλοι δείκτες του προβλήματος των ναρκωτικών

 

ΔΕΙΚΤΕΣ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ

1980

1990

2000

ΑΥΞΗΣΗ

Εξαρτημένοι

2.000

80.000

130.000

5.000 %

Θάνατοι από νοθευμένη ηρωίνη

5

90

370

7.200 %

Διωχθέντες (ναρκ. νομοθεσία)

800

6.000

750 %

Βεβαιωμένες παραβάσεις (ναρκ. νομοθ.)

400

4.000

6.000

1.000 %

Κρατούμενοι στις φυλακές

700

2.100

   300 %

Ποσοστό στο σύνολο των κρατουμένων

19 %

40 %

  100 %

Παραβατικότητα (εξαιτίας δόσης)

+

+ +

+ + + + +

  500 %

Δραστηριότητα διωκτικών υπηρεσιών

(α) αναποτελεσματική ως προς τους στόχους.

(β) αποτελεσματική ως παράγων επιδείνωσης[27]

+

– –

+ +

 

– – – – –

+ + + +

Τιμή νοθευμένης ηρωίνης

στη μαύρη αγορά (γραμμάριο)

10 €

15 €

40 €

400 %

 

Για τα 4 πρώτα στοιχεία: Υπουργείο Δημόσιας Τάξης (Πίνακες 1-6)


ΟΛΛΑΝΔΙΑ

Υπουργείο Τύπου, Δημοσίων και Πολιτιστικών Υποθέσεων

(6 Αυγούστου 1998)

 

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΓΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΟΛΛΑΝΔΙΑ

 

1. ΘΑΝΑΤΟΙ

ΣΧΕΤΙΖΟΜΕΝΟΙ ΜΕ «ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ»

ΟΛΛΑΝΔΙΑ

2.4

  (ανά 1.000.000 κατοίκους – 1995) ΓΑΛΛΙΑ

9.5

    ΓΕΡΜΑΝΙΑ

20.0

  Πηγή: European Monitoring Center ΣΟΥΗΔΙΑ

23.5

  for Drugs and Drug Addiction: ΙΣΠΑΝΙΑ

27.1

  Report, 1995 ΕΛΛΑΔΑ

28.0

       
2. ΠΡΟΛΗΨΗ ΠΟΣΟΣΤΟ ΧΡΗΣΤΩΝ ΜΕ AIDS ΟΛΛΑΝΔΙΑ

10.5

TOY AIDS στο σύνολο των πασχόντων ΕΥΡΩΠΗ

39.2

       
3. ΑΛΛΟΙ ΘΑΝΑΤΟΙ σχετιζόμενοι με «ναρκωτικά»

2.4

 

ΔΕΙΚΤΕΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΧΡΗΣΤΩΝ

25.000

σταθερός επί έτη

 

  ΑΡΙΘΜΟΣ ΝΕΩΝ ΧΡΗΣΤΩΝ

ΜΕΙΩΝΕΤΑΙ

συνεχώς

 

  ΜΕΣΗ ΗΛΙΚΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ ΗΡΩΪΝΗΣ

40ο ΕΤΟΣ

αυξάνεται συνεχώς

 

  ΜΕΣΗ ΗΛΙΚΙΑ ΕΝΑΡΞΗΣ ΧΡΗΣΗΣ

21ο ΕΤΟΣ

αυξάνεται συνεχώς

 

  ΧΡΗΣΗ ΚΑΝΝΑΒΗΣ ΑΠΟ ΜΑΘΗΤΕΣ

ΜΕΙΩΣΗ 8%

 

 

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΑ ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ & ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΕΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
ΟΛΛΑΝΔΙΑ – ΗΠΑ – ΗΝ. ΒΑΣΙΛΕΙΟ

 

 

NL

USA

UK

ΧΡΗΣΗ ΚΑΝΝΑΒΗΣ κατά τον τελευταίο μήνα

από τελειόφοιτους Λυκείου (NL 1996 / US 97)

18.1 %

23.7%

 

ΧΡΗΣΗ ΚΑΝΝΑΒΗΣ σε κάποια στιγμή της ζωής

από νέους 16-19 ετών (1994)

30%

38%

 

ΧΡΗΣΗ ΚΑΝΝΑΒΗΣ κατά τον τελευταίο μήνα

από νέους 15 ετών (1995)

15%

16%

24%

ΧΡΗΣΗ ΚΑΝΝΑΒΗΣ σε οποιαδήποτε στιγμή της ζωής

από νέους 15 ετών  (1995)

29%

34%

41%

ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΗΡΩΙΝΗ ανά 100.000 κατοίκους (1995)

160

430

 

ΑΝΘΡΩΠΟΚΤΟΝΙΕΣ ανά 100.000 κατοίκους (1996)

1.8

8.2

 

ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΙ ΣΤΙΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ανά 100.000 κατοίκους (1997)

73

645

 

ΕΞΟΔΑ για επιβολή του Νόμου περί Ναρκωτικών (κατά κεφαλή)

$ 27

$ 81

 

Πηγές:

 

1.   NL: The Trimbos Institute, Amsterdam, The Netherlands / US: Monitoring the Future Survey, University of Michigan and White House Office of National Drug Control Policy.

2.   NL: Center for Drug Research, University of Amsterdam / US: Monitoring the Future Survey, University of Michigan and White House Office of National Drug Control Policy.

3.   NL: Trimbos Institute, Amsterdam, the Netherlands / US: Monitoring the Future Survey, University of Michigan and White House Office of National Drug Control Policy / EU: Council of Europe, ESPAD Report.

4.   NL: Netherlands Institute of Health and Addiction / US: National Institute for Drug Abuse / EU: Council of Europe, ESPAD Report.

5-8 NL: Netherlands Ministry of Health, Welfare and Sport / US: White House Office of National Drug Control Policy.

www.netherlands-embassy.org/drug-inf.htm

 

 

 

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΤΩΝΑΠΑΓΟΡΕΥΤΩΝ

 

 

ΟΤΑΝ  ΛΕΝΕ

 

 

ΕΝΝΟΟΥΝ

Πόλεμος κατά των «ναρκωτικών» Πόλεμος κατά των ανεπιθύμητων
Μείωση της ζήτησης Ενδυνάμωση της δίωξης των χρηστών
Περιορισμός της παραγωγής Ανοικτές επεμβάσεις σε άλλες χώρες
Μηδενική ανοχή Απόλυτη τιμωρία
Βία που συνδέεται με τα «ναρκωτικά» Βία που συνδέεται με την απαγόρευση
Κοινωνία χωρίς  «ναρκωτικά» Κοινωνία χωρίς ελευθερίες
Σκληρός χρήστης Αμετανόητος εξαρτημένος
Οικειόθελη «θεραπεία» Αναγκαστική «αποτοξίνωση»
Υπάρχουν υποψίες ότι Πρέπει να είσαι ένοχος για κάτι
Ειλικρινής συνεργασία με τις αρχές Πρέπει να καρφώσεις κάποιο φίλο σου
Κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων των χρηστών Νομιμοφανείς ληστείες

από όργανα του κράτους

Σκληρός εγκληματίας Μικροδιακινητής
Μωρά του Κρακ Παιδιά των ανεπιθύμητων

 

 

 

 

 

O ΚΛΕΑΝΘΗΣ ΓΡΙΒΑΣ (γεν. 1944) είναι ψυχίατρος-νευρολόγος, Διδάκτωρ ψυχιατρικής της Ιατρικής Σχολής του ΑΠΘ, με σπουδές στην Κοινωνιολογία. Υπήρξε συνεργάτης πολλών περιοδικών και εφημερίδων, μεταξύ των οποίων και η Ελευθεροτυπία (για 15 χρόνια μέχρι τις 4-2-2002). Συντάκτης της Έκθεσης για τα Ναρκωτικά της Ειδικής Επιτροπής του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης (1986) και συγγραφέας 19 βιβλίων με θέμα τη δημόσια υγιεινή, την ψυχιατρική, τα ναρκωτικά, την τρομοκρατία και την ιστορία.

 

 


Το διωκτικό παραλήρημα των διαχειριστών της εξουσίας είναι ένα μείγμα εξυπηρέτησης ανομολόγητων οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων, βαθύτατης άγνοιας, αφόρητου λαϊκισμού και ανατριχιαστικού σκοταδισμού. Στο εφιαλτικό οργουελιανό σύμπαν της δίωξης και της καταστολής μιας πράξης αυτοπροσβολής, «άπειρες λέξεις, όπως οι λέξεις τιμή, δικαιοσύνη, ήθος, διεθνισμός, δημοκρατία, επιστήμη, ανθρωπισμός, έπαψαν να υπάρχουν».

Τζορτζ Όργουελ, 1984.

 

 

 

«Οι Ναζί έλεγαν ότι έχουν Εβραϊκό πρόβλημα. Εμείς λέμε πως έχουμε Πρόβλημα ναρκωτικών.

Στην πραγματικότητα, Εβραϊκό πρόβλημα ήταν το όνομα που έδιναν οι Ναζί στον διωγμό των Εβραίων και πρόβλημα ναρκωτικών είναι το όνομα που δίνουμε εμείς στο διωγμό των ατόμων που χρησιμοποιούν ναρκωτικά».

Thomas Szasz

 

 

 

Ο παραλογισμός δεν βρίσκεται στο γεγονός ότι οι μηχανισμοί που δημιούργησε ο άνθρωπος είναι, κάτω από ορισμένες συνθήκες, πιο ισχυροί και μάλιστα πιο έξυπνοι απ’ αυτόν.

Ο παραλογισμός βρίσκεται στο γεγονός ότι οι μηχανισμοί αυτοί δημιουργούν καταστάσεις που υποχρεώνουν τον άνθρωπο να παίζει σ’ ένα παιχνίδι όπου οι πιθανότητες της ολοκληρωτικής του συντριβής ολοένα μεγαλώνουν.

 

Jan Kott, Σαίξπηρ, Ο Σύγχρονός Μας

 


[1] ΗΠΑ: Food and Drugs Administration (1915).

[2] Εφημ. Chicago Tribune, 6/3/1988.

[3] ΗΠΑ: Υπουργείο Δικαιοσύνης: Speeial Report:Drugs and Jail Inmates, 1989 (DoJ, 1991).

[4] Α. Trebach: The Heroin Solution (1982), σ. 213.

[5] James Ostrowski: «Thinking about Drug Legalization» (στο D. Boaz, ed.: The Crisis in Drug Prohibition, Washington, D.C.: Cato Institute, 1990), σ. 57.

[6] Εφημ. The New Yorker, 10/9/1990.

[7] Εφημ. N.Y. Times, 11/3/1992.

[8] ΗΠΑ: Υπουργείο Δικαιοσύνης: Sourcebook of Criminal Justice Statistics 1990 (Dep. of Justice, 1990), σ. 287.

[9] ΗΠΑ: Υπουργείο Δικαιοσύνης: Uniform Crime Reporting Statistics, 1988-1992.

[10]  Crime in America: FBI Uniform Crime Reports 2006 (Washington, DC: US Dept. of Justice, 2007),

[11] Sabol William, Couture Heather, Harrison Paige: Bureau of Justice Statistics, Prisoners in 2006 (Washington, DC: US Department of Justice, Dec. 2007), Παράρτημα, σ. 24 (Πίν. 9), σ. 25 (Πίν. 10) σ. 26 (Πίν. 13)  Harrison, Paige & Allen Beck: US Department of Justice, Bureau of Justice Statistics, Prisoners in 2005 (Washington, DC: US Department of Justice, Nov. 2006),

[12] D. Cashman, Prohibition: The Life of the Land (1981), σ. 36.

[13] D. Cashman, Prohibition (1981), σ. 44.

[14] Knapp Commission, Report on Police Corruption (N.Y.: Braziller, 1973).

[15] «Ex-Agent Is Guilty on 5 Drug Charges» (New York Times, 17/4/1991).

[16] J. Treaster: «Officers in Drug Case Formed Tightly Knit Group» (New York Times, 9/5/1992) και «More Drug Allegations Against Accused Officer Emerge» (New Υork Times, 30/5/1992).

[17] S. Torry: «Lawyers on Drugs Create Problem Fraught With Legal, Moral Questions» (Washington Post, 5/10/1988).

[18] «Judge Nixon Says He Has Nothing to Hide» (National Law Journal, 2/10/1989), σ. 5.

[19] United Nations Office on Drugs and Crime (UNODC): World Drug Report 2005 (Vienna, Austria: UNODC, June 2005), σ. 127.

[20] United Nations Office on Drugs and Crime (UNODC): Ο.π., σ. 127.

[21] Αυτός ο -κατά προσέγγιση- προσδιορισμός του αριθμού των εξαρτημένων στις 80.000 (1990) και τις 100.000 (2000): 1) Ηταν προϊόν προσεκτικών υπολογισμών και ανακοινώθηκε από τον γράφοντα στην εισήγησή του στο Διεθνές βυνέδριο της Διεθνούς Αντιαπαγορευτικής Ενωσης (LIA, Αθήνα, 22/11/90). 2) Κατατέθηκε από ορισμένους «εμπειρογνώμονες» στη διακομματική Κοινοβουλευτική Επιτροπή για τα «ναρκωτικά» περίπου την ίδια περίοδο και έγινε δεκτός από τα μέλη της ως βάση των υπολογισμών τους. 3) Είναι σύμφωνος με τον ισχύοντα διεθνή κανόνα που καθορίζει τη σχέση μεταξύ των θανάτων από νοθευμένη ηρωίνη και του αριθμού των χρηστών σε ένα προς χίλια (1:1000). 4) Είναι σύμφωνος με τις γενικές τάσεις και τις αναλογίες που καταγράφονται στις χώρες της ΕΟΚ: Στην 1η Έκθεση της «Εξεταστικής Επιτροπής για τα «ναρκωτικά» του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το 1986, αναφέρεται ότι «υπάρχουν μέχρι 1,5 εκατομμύριο τακτικών χρηστών ηρωίνης στις χώρες της Κοινότητας» και ότι «κάθε μία από τις πέντε μεγάλες χώρες έχει από 200.000 χρήστες περίπου», πράγμα που σημαίνει ότι οι άλλες 7 μικρές χώρες έχουν 500.000 εξαρτημένους χρήστες ηρωίνης). 5) Υπολείπεται σημαντικά του αριθμού που δίνουν οι διάφορες ελληνικές κυβερνήσεις που ανάλογα με τις σκοπιμότητες της στιγμής τον ανεβοκατεβάζουν μεταξύ 25-120 χιλιάδων, εν είδει ανελκυστήρα.

[22] Στις εταιρείες αυτές περιλαμβάνονται οι BP, Shell, EKO, Mobil, Texaco, Toyota, Total, Alfa Romeo, Intercar, Mercedes, Philips, Siemens, Μαμιδάκης, κ.α., σύμφωνα με τα στοιχεία των ισολογισμών τους που δημοσιεύθηκαν στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» στις 15/11/1990.

[23] Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Έκθεση της Εξεταστικής Επιτροπής για το Πρόβλημα των «ναρκωτικών» στις χώρες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (Βρυξέλλες, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, 1986), παράγραφος 6 και 7.

[24] Γιατί κάθε «επιτυχία» τους στον πόλεμό τους κατά της κάνναβης ακολουθείται από την προώθηση της ηρωίνης.

[25] Κάθε εξαρτημένος, ανάλογα με το βαθμό και την ένταση της εξάρτησής του, χρειάζεται και καταναλώνει κάθε μέρα από 250 mg έως 1,2 gr νοθευμένης ηρωίνης. Δηλαδή, κατά μέσο όρο χρειάζεται 700 mg το 24ωρο ή (700 X 365 ημέρες) 280 gr το χρόνο.

[26] Έκθεση της Επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1986), παρ. 6 και 7.

[27] Γιατί κάθε «επιτυχία» τους στον πόλεμό τους κατά της κάνναβης ακολουθείται από την προώθηση της ηρωίνης.