ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΕΙΟ

ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΕΙΟ

Σπάζοντας τον Σκληρό Βράχο των Θρησκευτικών

 

«Η αποφασιστικότητα του χριστιανισμού να βρίσκει τον κόσμο άσχημο και κακό έχει κάνει τον κόσμο άσχημο και κακό».  Φρίντριχ Νίτσε

«Ποτέ οι άνθρωποι δεν κάνουν κακό τόσο απόλυτα και με τόση χαρά απ’ όταν το κάνουν από θρησκευτικό φρόνημα».

Μπλεζ Πασκάλ

Γράφει ο Χρήστος Ντικμπασάνης

 

Μία λεπτομερής προσέγγιση του τρόπου και του περιεχομένου της διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών στα ελληνικά σχολεία, αποκαλύπτει πως αντί να προωθείται η κριτική σκέψη στο ζήτημα του Θεού όπως αυτό απασχολεί την ανθρωπότητα από την προϊστορία, επιδιώκεται η υποταγή των συνειδήσεων, η αποτροπή εκδήλωσης εναλλακτικής σκέψης και η ισχυροποίηση του –ανθρώπινου και πάντως όχι θεϊκού- θεσμού της Εκκλησίας. Και κανένας θεσμός δεν επέζησε για πολύ εάν δε φρόντιζε να συνάδει με τους σκοπούς της κρατικής εξουσίας.

 

Η διδασκαλία των θρησκευτικών είναι ένα θέμα που απασχολεί πάντοτε κάθε ελεύθερο πνεύμα. Το σημαντικότερο πρόβλημα αφορά τον προσανατολισμό του μαθήματος που δεν διαθέτει άλλο εκτός από στυλιζαρισμένες ιερατικές απόψεις και μίσος για κάθε προσπάθεια αποδέσμευσης από αυτές. Πρόκειται καθαρά για σκληροπυρηνική κατήχηση και όχι για πηγή άντλησης γνώσεων. Πιστός στη γραμμή αυτή ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος θέλησε να παρέμβει με απολυταρχικό κι εξουσιαστικό τρόπο, ζητώντας να έχει αποφασιστικό λόγο η Ιερά Σύνοδος στο περιεχόμενο των βιβλίων των θρησκευτικών και στην επιλογή των προσώπων που θα τα γράψουν. Οπισθοδρόμηση στις ακρότητες της Ιεράς Εξέτασης; Μάλιστα, σε επιστολή του προς τον πρόεδρο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου Μ. Παπαδόπουλο ο αρχιεπίσκοπος υποστήριζε μεταξύ άλλων ότι η Σύνοδος «είναι το αρμόδιον όργανον δια την εξέτασιν του ορθοδόξου δογματικού περιεχομένου των βιβλίων των θρησκευτικών». Ο Χριστόδουλος εγκαλούσε επίσης το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, γιατί συνεργάζεται στη συγγραφή των βιβλίων των θρησκευτικών με «θεολόγους με νεωτεριστικάς αντιλήψεις». Το βέβηλο χέρι του ιερατείου, βαστώντας το αναμμένο δαδί του εξουσιαστικού ελέγχου, βρίσκεται ήδη επάνω από την πυρά όπου θα καούν η ελευθερία των ανθρώπων και ο σεβασμός προς τις θρησκευτικές πεποιθήσεις  των ατόμων και του λαού. Ένας νέος θρησκευτικός Μεσαίωνας προετοιμάζεται.

Η Εξάρτηση της Ελλάδας από το Δόγμα

Και όλα αυτά συμβαίνουν τη στιγμή, που σε άλλες χώρες, τα πράγματα αρχίζουν να αλλάζουν. Παράδειγμα η Ιταλία, όπου σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα το 40% των πιστών πηγαίνει τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα στην εκκλησία: σε πολλά σχολεία της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας που διοικούνται από επισκόπους, οι μαθητές είναι μουσουλμάνοι. Τα δικαιώματά τους όμως είναι ίδια με των άλλων μαθητών. Μελετούν το κοράνι και προσεύχονται σύμφωνα με το τελετουργικό της θρησκείας τους. Ο στόχος είναι οι μικροί μουσουλμάνοι να γίνουν καλοί μουσουλμάνοι. Και αυτό εκφράζει την αντίληψη, όχι κάποιου μουσουλμάνου θρησκευτικού ηγέτη, αλλά του ίδιου του επισκόπου της Βερόνα, ο οποίος διοικεί ένα τέτοιο σχολείο.

Για την Ελλάδα το ιδανικό θα ήταν τα θρησκευτικά να μετατραπούν από μάθημα «δοσμένων άνωθεν» αξιών σε μάθημα μελέτης των θρησκειών, ανοχής και έρευνας των στοιχείων, με τα οποία θα μπορέσουν να ενωθούν οι θρησκείες κι έτσι η ενότητά τους αυτή να αποβεί μοχλός ανάδειξης και επίλυσης των προβλημάτων των σύγχρονων πλουραλιστικών και πολυπολιτισμικών κοινωνιών.

Τη στιγμή που στις χώρες της Ευρώπης η συγκρότηση των εκπαιδευτικών θεσμών προϋποθέτει στην ουσία την αποκαθήλωση της εκπαίδευσης από τον «σταυρό» της επίσημης Εκκλησίας, στην Ελλάδα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: το κράτος δίνει θεσμική υπόσταση στο ιερατείο και μεταπλάθει την ορθοδοξία ως εγγενές στοιχείο της ελληνικής ταυτότητας, η κυριαρχία του οποίου επιβάλλεται θεσμικά σε όλους τους τομείς της εκπαιδευτικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής, ώστε να αποτελεί η χώρα μας την πλέον ακραία περίπτωση θρησκευτικής μονολιθικότητας και εξάρτησης από τα δόγματα στην Ε. Ε.

Η ορθοδοξία εξακολουθεί να αποτελεί θεμελιώδες συστατικό στοιχείο της ελληνικής εκπαιδευτικής πολιτικής, και η ερμηνεία της σχέσης κράτους-Εκκλησίας έχει ως συνέπεια την επιβολή σκληροπυρηνικού κατηχητισμού στο χώρο του σχολείου. Η τελείως εσφαλμένη ερμηνεία της «επικρατούσας» θρησκείας, στην οποία αναφέρεται το Σύνταγμα, ως θρησκείας-κυνηγού των άλλων θρησκειών και της μόνης αυστηρά επιτρεπτής να διδάσκεται, έχει σοβαρότατες εκπαιδευτικές, κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες.

Πολίτες ή Πιστοί;

Έχει το δικαίωμα η ιστορικά διαμορφωμένη πλειοψηφία να υποχρεώσει τις μειονότητες ν’ ασπαστούν τις δικές της θρησκευτικές πεποιθήσεις, χρησιμοποιώντας σαν όργανο πειθούς το σχολείο; Μπορεί να αποτελέσει η απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών σεβασμό της θρησκευτικής ετερότητας στο σχολείο;Είναι, αλήθεια, τα θρησκευτικά ένα μάθημα, όπως όλα τα άλλα μαθήματα του σχολείου;

Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά συνδέεται με την ποιότητα της δημοκρατίας και της ελευθερίας που επιθυμούμε για τα παιδιά μας και για εμάς τους ίδιους.

Πως, λοιπόν, μπορεί να χαρακτηριστεί ένα εκπαιδευτικό σύστημα, όταν ο χαρακτήρας, που προσλαμβάνει η θρησκευτική παιδεία στο ελληνικό σχολείο, ταυτίζει την ιδιότητα του πολίτη με την ιδιότητα του πιστού;Σύμφωνα με τα σχολικά εγχειρίδια, ο Έλληνας πολίτης θεωρείται αυτονόητο, ότι είναι συνάμαχριστιανός ορθόδοξος και τίποτε άλλο. Δεν του επιτρέπεται να πιστεύει κάπου αλλού και ακόμη περισσότερο να μην πιστεύει σε κανένα θεό.

Η απόδοση της ιδιότητας του μαθήματος στα θρησκευτικά είναι τελείως αβάσιμη. Η διδασκαλία των θρησκευτικών ως «μαθήματος» με ομολογιακό και κατηχητικό χαρακτήρα αναιρεί τη θεμελιώδη διάκριση μεταξύ επιστημονικής γνώσης και πίστης. Ο υποχρεωτικός χαρακτήρας του «μαθήματος» των θρησκευτικών προϋποθέτει αποδοχή του δικαιώματος της ιστορικά διαμορφωμένης πλειοψηφίας να ενδογματίζει μέσω της δημόσιας εκπαίδευσης, γεγονός που συγκρούεται με την έννοια της ελευθερίας της συνείδησης, αλλά και με τις κοσμοθεωρητικές αντιλήψεις μιας μερίδας των πολιτών. Η δυνατότητα απαλλαγής από τα θρησκευτικά, ιδιαίτερα μάλιστα υπό την προϋπόθεση της δήλωσης της θρησκευτικής ταυτότητας του μαθητή, δεν μπορεί να θεωρηθεί ικανή συνθήκη για το σεβασμό της θρησκευτικής ετερότητας στο σχολείο.

Έλληνας ή Ορθόδοξος;

Δεν είναι μόνο το μάθημα των θρησκευτικών εκείνο το οποίο ταυτίζει τις έννοιες του πολίτη και του πιστού. Το ίδιο ισχυρή είναι η ταύτιση ελληνισμού και ορθοδοξίας σε όλα τα στάδια, τους τομείς και τα γνωστικά αντικείμενα της εκπαίδευσης. Οι μαθητές διδάσκονται -ιδιαίτερα στα μαθήματα της γλώσσας, της ιστορίας και της κοινωνικής και πολιτικής αγωγής- ότι η εθνική και η θρησκευτική ταυτότητα των Ελλήνων είναι άρρηκτα συνυφασμένες. Η θρησκευτική ετερότητα ή η απουσία θρησκευτικότητας προσλαμβάνονται ως απαξίες. Αυτό όμως έχει ως αποτέλεσμα την συστολή ή και την αίσθηση της μειονεκτικότητας των ετερόδοξων ή άθεων μαθητών απέναντι στους συμμαθητές τους.

Ο ισχυρός δεσμός της ελληνικής ταυτότητας με την ορθοδοξία έχει ως συνέπεια την παγίωση μιας σειράς κοινωνικών ιεραρχιών σχετικά με την πρόσληψη της θρησκευτικής ετερότητας, οι οποίες συνοδεύονται από τον εθνικισμό. Αυτό αντανακλάται στην εκπαιδευτική πρακτική και έχει ως συνέπεια την αναπαραγωγή ανισοτήτων και τον εκπαιδευτικό αποκλεισμό. Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα παρουσιάζει σοβαρή αδυναμία ένταξης της θρησκευτικής και γενικά της πολιτισμικής ετερότητας, στοιχείο που εκδηλώνεται ιδιαίτερα στην περίπτωση των Ελλήνων πολιτών διαφορετικού θρησκεύματος.

Προοδευτικότητα των Πολιτών και Έλλειψη Πολιτικής Θέλησης

Ωστόσο η ελληνική κοινωνία δεν είναι πάντοτε συντηρητική και έχει να επιδείξει αρκετά θετικά στοιχεία: παραμένει παραδοσιακή, όσον αφορά τη θέση της θρησκείας στην εκπαίδευση, τη στιγμή κατά την οποία έχει πραγματοποιήσει αρκετές τομές σε σχέση με την πορεία εκκοσμίκευσης σε άλλους τομείς υιοθετώντας κοινωνικές πρακτικές που υπερβαίνουν τις θρησκευτικές προκαταλήψεις και αναστολές, όπως π.χ. ο έλεγχος των γεννήσεων, η αντισύλληψη και το διαζύγιο, που σε άλλες χώρες της Ευρώπης απέκτησαν νομιμοποίηση αρκετά πρόσφατα, έπειτα από δημοψηφίσματα και σύγκρουση με την επίσημη Εκκλησία.

Η ανυποχώρητη θρησκοληψία του εκπαιδευτικού συστήματος δεν αποτελεί αναγκαστικά έκφραση του συντηρητισμού της κοινωνίας. Σε μεγάλο βαθμό αποτελεί ευθύνη και δειλία της πολιτικής, η οποία διαρκώς χρησιμοποιεί το ιερατείο ως μηχανισμό νομιμοποίησης και κοινωνικού ελέγχου. Ίσως γιατί γνωρίζει ότι το ιερατείο στην άσκηση της εξουσίας και του ελέγχου διαθέτει τεράστια δεξιοτεχνία. Αυτό είναι που έκτισε ναούς, μέσα στους οποίους γαλουχεί ένα πειθήνιο και αδιαμαρτύρητο ποίμνιο, αυτό μόνο θα κατορθώσει κάτι ανάλογο και στο χώρο του σχολείου.

Η ελληνική εκπαιδευτική πολιτική όμως δεν μπορεί παρά να αντιμετωπίσει τα ζητήματα που σχετίζονται με τα θέματα της θρησκευτικής ετερότητας και της πορείας εκκοσμίκευσης της κοινωνίας. Τα ζητήματα αυτά βέβαια επιλύονται μέσα από το διάλογο και τη συναίνεση. Αλόγιστες ενέργειες καλλιεργούν το έδαφος, όπου φυτρώνουν οι φρικαλέοι καρποί της δημαγωγίας, του υπερσυντηρητισμού και της ξενοφοβίας.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Οι Έλληνες στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι χριστιανοί ορθόδοξοι, έστω κι αν δεν συμπεριφέρονται ως τέτοιοι ή δεν γνωρίζουν τι ακριβώς σημαίνει ορθοδοξία. Η αμυντική θωράκιση και φυλάκιση μιας ταυτότητας, εκ των πραγμάτων «επικρατούσα» με βάση το Σύνταγμα της χώρας πίσω από θεσμούς όπως η υποχρεωτική διδασκαλία ενός κατηχητικού μαθήματος στο σχολείο, αναπαράγει έναν απάνθρωπο σκοταδισμό, αντίθετο σε κάθε έννοια πλουραλισμού, δημοκρατίας και ελευθερίας. Μια εκπαίδευση που σέβεται τον πολίτη και την προσωπικότητα του κάθε μαθητή, δεν μπορεί να είναι αυτή που θα στηρίζεται στο δεκανίκι του υποδουλωτικού κατηχητισμού. Το σχολείο δεν έχει το δικαίωμα να θρησκεύεται, γιατί αυτόματα καθίσταται  σχολείο που μπορεί να αγκαλιάσει μόνο ένα ποσοστό των μαθητών και τους υπόλοιπους να τους κρατά στο περιθώριο. Εξάλλου, η Ελλάδα ως μέλος της Ε. Ε. οφείλει να ενστερνίζεται τα νεωτερικά εγχειρήματα αυτής στα πλαίσια της εκπαίδευσης.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΝΤΙΚΜΠΑΣΑΝΗΣ
Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΣΤΗΝ Ε. Ε.
Ευρώπη: Νεωτερικότητα και Εγγενείς Αντιφάσεις

Η Ευρώπη συνήθως προσλαμβάνεται ως το απόσταγμα του μετανεωτερικού εγχειρήματος στα πλαίσια της κοινωνίας και της πολιτικής. Η βασικότερη συνθήκη του εκσυγχρονισμένου προγράμματος είναι ο διαχωρισμός της επιστήμης και της πολιτικής από τη θρησκεία, συνθήκη που θα όφειλε να εκφράζεται στο διαχωρισμό μεταξύ κράτους και εκκλησίας και στην απόσπαση των θεσμών που κατεξοχήν υπηρετούν την επιστήμη, την έρευνα και την εκπαίδευση από τον ασφυκτικό έλεγχο του ιερατείου. Αυτό δεν σημαίνει ότι η μετανεωτερικότητα διώκει τη θρησκεία, τα ιερατεία και τις θρησκευτικές κοινότητες, αλλά ότι θέτει τα θεμέλια μιας σαφούς διάκρισης μεταξύ της ιδιότητας του πολίτη και αυτής του πιστού. Η πίστη και η πνευματικότητα είναι απολύτως σεβαστές, αλλά τοποθετούνται στη σφαίρα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και βούλησης.

Ωστόσο, οι πρακτικές που ακολουθούνται σήμερα στην Ευρώπη δεν συνάδουν πάντοτε με αυτές τις αρχές. Παρά τις διαδικασίες εκκοσμίκευσης που έχουν πραγματοποιηθεί σε αρκετές χώρες, τα περισσότερα εκπαιδευτικά συστήματα δεν έχουν απεξαρτητοποιηθεί από το ιερατείο. Η σχέση κράτους-εκκλησίας, όπως αυτή διατυπώνεται στα συντάγματα των χωρών της Ευρώπης, δεν προσδιορίζει πάντοτε τη θέση και το χαρακτήρα της θρησκευτικής παιδείας στο σχολείο. Ακόμη και σε κράτη με πλήρη διαχωρισμό κράτους-εκκλησίας, όπως στη Γαλλία ή στο Βέλγιο, τα ιερατεία τελικά διατηρούν το δικαίωμα της ίδρυσης σχολείων, με τη μορφή της ιδιωτικής εκπαίδευσης. Εξάλλου, σε αρκετά εκπαιδευτικά συστήματα, οι επιρροές της θρησκείας είναι εμφανείς στο ίδιο το περιεχόμενο της εκπαίδευσης, τόσο στο μάθημα των θρησκευτικών όσο και σε άλλα γνωστικά αντικείμενα. Επίσης, μια σειρά εκπαιδευτικών πρακτικών, όπως οι πράξεις συλλογικής λατρείας, η προσευχή, οι σχολικές εορτές κ.ά., εξακολουθούν να υπογραμμίζουν την καθοριστική και καταλυτική παρουσία της θρησκείας στην εκπαίδευση.

Η πολιτική της διδασκαλίας των θρησκευτικών που ακολουθούνται στα ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά συστήματα διαφοροποιείται, με ακραία παραδείγματα την περίπτωση ενός γνήσιου κοσμικού προτύπου εκπαίδευσης στη Γαλλία, όπου στο δημόσιο σχολείο δεν προβλέπεται η διδασκαλία των θρησκευτικών, και στην αντίθετη πλευρά την περίπτωση της Ελλάδας με ένα στυγνό κατηχητικό σύστημα εκπαίδευσης, το οποίο συγχέει τελείως την έννοια του πολίτη με αυτή του πιστού.

 

Θρησκευτική Ποικιλομορφία και Κρατικές Πολιτικές

Το ζήτημα του σεβασμού της θρησκευτικής ετερότητας και η δυνατότητα παροχής θρησκευτικής παιδείας αντίστοιχης προς το θρήσκευμα των μαθητών τίθεται πλέον ως ζήτημα ακόμη και στα κράτη που προσφέρουν ένα μάθημα θρησκευτικών κατηχητικού χαρακτήρα. Σε αρκετές χώρες, όπως στην Ιταλία, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία και στην Ολλανδία ή ακόμη και στην Ιρλανδία, το μάθημα των θρησκευτικών είναι προαιρετικό. Στην Ιταλία τοποθετείται είτε στην αρχή είτε στο τέλος του ημερήσιου προγράμματος, ώστε να μην υποχρεώνονται οι μαθητές να παρευρίσκονται στο σχολείο τις ώρες αυτές.

Στην Πορτογαλία ως υποχρεωτικό αναγνωρίζεται ένα μάθημα ηθικής με καθαρά κοσμικό περιεχόμενο, ενώ παράλληλα προσφέρεται ως προαιρετικό το μάθημα των θρησκευτικών, ομολογιακού χαρακτήρα.

Στην Ισπανία το μάθημα των θρησκευτικών είναι προαιρετικό και ομολογιακού χαρακτήρα, ενώ καταβάλλεται προσπάθεια, ώστε να προσφέρονται εναλλακτικά μαθήματα, αντίστοιχα προς το θρήσκευμα των μαθητών.

Στη Βρετανία, αν και το μάθημα των θρησκευτικών είναι υποχρεωτικό και, σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία, κατεξοχήν χριστιανικού χαρακτήρα, το περιεχόμενό του, στο βαθμό που δεν ρυθμίζεται από το Εθνικό Πρόγραμμα Σπουδών, είναι ποικίλο στην ουσία και καθορίζεται από την εκπαιδευτική κοινότητα του σχολείου, με συνέπεια να αποκτά ένα σχετικά πλουραλιστικό χαρακτήρα αντίστοιχο προς τα θρησκευτικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά του μαθητικού πληθυσμού.

Το λεγόμενο «θρησκειολογικό πρότυπο» είναι ακόμη ακαθόριστο και ατελές. Προς το παρόν εφαρμόζεται μόνο στην Ολλανδία, αλλά παρατηρούνται τάσεις για τη σταδιακή υιοθέτησή του και από άλλες χώρες. Θα ήταν Θεού έργο να συμβεί κάτι τέτοιο και στην Ελλάδα!

Εκείνο που χρειάζεται, όμως, πριν από όλα, είναι μια συνολική ανανέωση του μαθήματος των θρησκευτικών τόσο στο περιεχόμενο όσο και στις διδακτικές μεθόδους, που θα επικεντρώνεται στην αναζήτηση της θρησκευτικής αιτιότητας και ποικιλομορφίας, στην παρουσίαση όλων των μεγάλων τουλάχιστον θρησκειών του κόσμου και θα αποσκοπεί στην καλλιέργεια της κριτικής και της υπερβατικής σκέψης, καθώς και της αδέσμευτης θρησκευτικής συνείδησης των νέων.

Ελλάδα: Το Ακροπύργιο του Ιερατείου

Προς το παρόν η Ελλάδα είναι μία ευρωπαϊκή χώρα όπου οι μαθητές ακόμη χειραγωγούνται στο θρησκευτικό και πνευματικό τομέα. Χειραγώγηση που έλκει την καταγωγή της από τις πιο αυταρχικές, πατριαρχικές και ολοκληρωτικές αντιλήψεις των ιερατείων για την επικράτηση της κυριαρχίας τους επάνω στις μάζες.

Μήπως αυτά που εκφράζουμε είναι υπερβολές χωρίς αντίκρισμα στην πραγματικότητα; Ας σκεφτεί και ο πιο επιφυλακτικός πιστός τι ακριβώς επιδιώκεται με τις συνεχείς παρεμβάσεις του Χριστόδουλου και των «αυλικών» του και ποιο μεσαιωνικό μοντέλο απομιμούνται. Παρουσιάζεται πάντοτε να εκμεταλλεύεται τις διάφορες περιστάσεις και με σκεπτικό που ποικίλλει, άλλοτε ως επίδειξη ισχύος, άλλοτε ως ανάμιξη στα εκπαιδευτικά θέματα, άλλοτε ως εκζήτηση έντυπης απόδειξης της πίστης των ανθρώπων (βλέπε ταυτότητες). Επιδιώκει έτσι συγκερασμό των πολλών σε μία μονάδα, το ποίμνιο, το πειθήνιο και γονυκλινές κοπάδι, συγχώνευση σε μια αδιάσπαστη ενότητα στρατευμένη για την επίτευξη των γενικότερων στόχων του καταδυναστευτικού ιερατείου, υποταγή στην εξουσία του με ομοιομορφία συμπεριφοράς και σκέψης εκ μέρους των πιστών.

 

Άλωση, Μετουσίωση και Έλεγχος της Ανώτατης Παιδείας  

Θα ήταν όμως παράλειψη αν έκλεινα το άρθρο μου χωρίς να κάνω μια νύξη έστω για το μεγάλο λάθος της ίδρυσης τεσσάρων εκκλησιαστικών πανεπιστημίων. Σίγουρα δεν είναι και πολύ καλή η πρωτοβουλία του υπουργείου Παιδείας να συντάξει και να προωθήσει στη Βουλή σχετικό νομοσχέδιο, το οποίο ακυρώνει στην πράξη τις θεολογικές σχολές των πανεπιστημίων και δημιουργεί στεγανά στην εκκλησιαστική εκπαίδευση.                        

Κανένας βέβαια δεν μπορεί να έχει αντίρρηση και να προβάλλει ενστάσεις στην αναβάθμιση των εκκλησιαστικών σχολών ώστε να αναβαθμισθεί και το μορφωτικό επίπεδο των ιερέων. Το σχετικό νομοσχέδιο, όμως, το οποίο είχε σταλεί το Νοέμβριο του 2004 στη Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή της Βουλής, προβλέπει την αναβάθμιση των τεσσάρων εκκλησιαστικών σχολών, οι οποίες λειτουργούν σήμερα, σε Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες (Α.Ε.Α), ισότιμες των θεολογικών σχολών του πανεπιστημίου.

Από τις άλλες διατάξεις του νομοσχεδίου καθίσταται σαφές, ότι βασικός στόχος είναι η συγκρότηση μιας ελίτ εξουσιαστών και πέρα από την επίσημη Εκκλησία. Τα ιδρύματα αυτά θα χρηματοδοτούνται από το κράτος, αλλά θα ελέγχονται απολύτως από το σκληροπυρηνικό και αρτηριοσκληρωτικό σώμα του ιερατείου, που έχει ως πρόεδρο του Ανωτάτου Επιστημονικού Συμβουλίου τον εκάστοτε Αρχιεπίσκοπο.

Η επιλογή των καθηγητών, τα διδασκόμενα μαθήματα και η επιλογή των φοιτητών θα φέρουν την σφραγίδα της εκκλησιαστικής ηγεσίας. Για την εισαγωγή των φοιτητών βασική προϋπόθεση είναι τρεις συστατικές επιστολές, η μία οπωσδήποτε του επισκόπου του τόπου καταγωγής, ώστε ο έλεγχος να είναι πλήρης και καταλυτικός.

Στεγανά στις σπουδές, ελεγχόμενη εισαγωγή και ελεγχόμενη διαβίωση των φοιτητών σε χρηματοδοτούμενα από το κράτος οικοτροφεία, ώστε να μην έχουν συνάφεια με τη γεμάτη αμαρτίες κοινωνία!

Η πλέον σκανδαλώδης και ύποπτη διάταξη είναι εκείνη, που παρέχει στις Α.Ε.Α τη δυνατότητα να καλλιεργούν ποικίλα επιστημονικά πεδία και πέραν των εκκλησιαστικών, όπως νομικά, οικονομικά, αρχιτεκτονική, μουσική, ζωγραφική, και ίσως ιατρική. Δεν υπάρχει περιορισμός. Η ερμηνεία είναι πολύ απλή. Οι θεολογικές και οι ιερατικές σπουδές δεν καλύπτουν όλα τα χρόνια και τον χρόνο σπουδών, αλλά και ο αριθμός των αποφοιτούντων θα είναι πολλαπλάσιος των ετησίων κενών στην εκκλησιαστική ιεραρχία όλων των βαθμίδων. Θα παρέχονται, συνεπώς, πτυχία ισότιμα και άλλων πανεπιστημιακών τμημάτων.

Οι μόνοι που έως σήμερα πρόβαλαν κάποια αντίδραση ήταν οι καθηγητές των θεολογικών σχολών. Ας μη βιαστούμε, όμως, να αποδώσουμε τη διαφωνία τους σε προσωπικά συμφέροντα και ας δώσουμε λίγη παραπάνω προσοχή στην πρότασή τους: οι δύο ανώτερες εκκλησιαστικές σχολές Αθηνών και Θεσσαλονίκης να μετατραπούν σε ειδικές σχολές εκπαίδευσης για την ειδική πρακτική κατάρτιση των φοιτητών που θέλουν να γίνουν ιερωμένοι σε εκκλησιαστικά και διοικητικά θέματα και για τα άλλα μαθήματα να φοιτούν στις θεολογικές σχολές. Κάτι ανάλογο ισχύει, επιτυχώς, με τη Στρατιωτική Σχολή Σωμάτων. Οι φοιτητές παρακολουθούν τα μαθήματα του κλάδου τους (ιατρική, νομικά κ.ά.) στο πανεπιστήμιο και στις σχολές τους περιορίζονται στην στρατιωτική εκπαίδευση.

 

Το Κρίσιμο της Κυβερνητικής Επιλογής  

Κάτω από το ζοφερό κλίμα και των όσων καθημερινά αποκαλύπτονται για τα έργα και τις ημέρες σεβαστού αριθμού ιεραρχών, η κυβέρνηση οφείλει να επανεξετάσει τις προθέσεις και τις δεσμεύσεις της, πριν οριστικοποιήσει το νομοσχέδιο και το φέρει προς ψήφιση στη Βουλή. Θα πρέπει να έχει συνειδητοποιήσει ότι, αν δεν έχει ακόμη ωριμάσει η ανάγκη χωρισμού του Κράτους από την Εκκλησία, δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να μετατραπεί το ιερατείο στον απόλυτο μονάρχη, που πάντα επιζητούσε να γίνει.

Η θεσμοθέτηση κρατικοδίαιτων πανεπιστημίων κάτω από τον απόλυτο και απολυταρχικό έλεγχο της ιερατικής διοίκησης, τα οποία θα είναι ανταγωνιστικά των άλλων δημοσίων πανεπιστημίων, αναμφίβολα θα μας γυρίσει πίσω στον Μεσαίωνα. Όσα παρόμοια ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα λειτουργούσαν σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες, πριν από πολλές δεκαετίες, κάτω από τον έλεγχο της αυταρχικής ιερατικής εξουσίας, σήμερα στον τίτλο μόνο θυμίζουν την προέλευσή τους.

Γιατί η Ελλάδα να επιστρέψει στον σκοταδιστικό Μεσαίωνα;

Ο Χρήστος Ντικμπασάνης είναι ποιητής, συγγραφέας, μελετητής των θρησκειών και καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης.