Τσαρλς Ντίκενς: Ο Kριτικός της Φτώχειας

Τσαρλς Ντίκενς

Ο Kριτικός της Φτώχειας

και των κοινωνικών Αδικιών

 Ο Τσαρλς Ντίκενς  γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου του 1812 στο Λάντπορτ του Πόρτσμουθ και πέθανε το 1870 στο Ρότσεστερ, χωρίς να προλάβει να φτάσει τα εξήντα. Σήμερα το έργο του μοιάζει περισσότερο επίκαιρο από ποτέ…

Δουλεύοντας σε εργοστάσιο βερνικιών

Το τέκνο μιας καταχρεωμένης δημοσιοϋπαλληλικής οικογένειας, που σταμάτησε το σχολείο για να δουλέψει σε εργοστάσιο βερνικιών και γνώρισε στο πετσί του τη σκληρότητα της παιδικής εργασίας, υπήρξε ένας από τους σφοδρότερους επικριτές τόσο των κάθετων ταξικών διαιρέσεων της αγγλικής κοινωνίας του 19ου αιώνα, όσο και της τεράστιας φτώχειας την οποία σήμανε για εξαιρετικά μεγάλα τμήματα του πληθυσμού η Βιομηχανική Επανάσταση.

 

Η φτώχεια καθόρισε τον κόσμο των μυθιστορημάτων του Ντίκενς και αποτυπώθηκε με τον πιο παραστατικό τρόπο στους διάσημους χαρακτήρες του. Από τον Όλιβερ Τουίστ και τον Νίκολας Νίκλεμπι (αμφότερα το 1839), όπου θα αποκαλυφθεί με τα μελανότερα χρώματα η μαύρη καθημερινότητα του Λονδίνου και του Γιορκσάιρ, με ένα σύμπαν βυθισμένο στο έγκλημα και την πορνεία – μολονότι η εικόνα της πόρνης θα απαλλαγεί σε εντυπωσιακό βαθμό από την ηθική και την κοινωνική της απαξίωση – μέχρι τον Ζοφερό Οίκο (1853) και τη Μικρή Ντόρριτ (1857), που θα αποτελέσουν ένα ανάθεμα για τους βικτωριανούς θεσμούς και τη βικτωριανή οικονομία, η μυθιστοριογραφία του Ντίκενς θα είναι η μυθιστοριογραφία των φτωχών, των ανήμπορων και των ξεγυμνωμένων.
Οι εικόνες της αδυναμίας, του ξεπεσμού και του στυγνού προσώπου της εργοδοσίας δεν θα λείψουν και από το κορυφαίο έργο του Ντίκενς, τον Ντέιβιντ Κόπερφιλντ (1850), μια σαφώς αυτοβιογραφική σύνθεση, όπως και τα περισσότερα έργα του, με την οποία θα ανακαλέσει πικρά στιγμιότυπα από τη ζωή του στο εργοστάσιο βερνικιών.

 

Η φτώχεια ως ηθικό και ψυχολογικό μέγεθος

Πανταχού παρούσα και βασισμένη στην προσωπική του η εμπειρία, η φτώχεια θα απασχολήσει τον Ντίκενς από τη μια ως υλικό ζήτημα και από την άλλη ως καθαρώς ηθικό και ψυχολογικό μέγεθος. Από τη «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» (1843) μέχρι και τα «Δύσκολα χρόνια» (1854) ή τις «Μεγάλες προσδοκίες» (1861), ο Ντίκενς θα μιλήσει για τη φτώχεια μέσω της ανάπτυξης ενός στιβαρού προβληματισμού για τη σημασία και το βάρος του χρήματος στον βίο των ανθρώπων. Θα μιλήσει όχι μόνο για όσους υποφέρουν από την έλλειψή του, αλλά και για όσους το κατέχουν και το διακινούν, καταδικάζοντας τους υπόλοιπους στην περιθωριοποίηση και την απόγνωση.
Στη νουβέλα της «Χριστουγεννιάτικης ιστορίας», που γνώρισε άπειρες εκδοχές στον κινηματογράφο και είναι το γνωστότερο βιβλίο του Ντίκενς, όπως και ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ο σπαγγοραμμένος Εμπενίζερ Σκρουτζ, που θα μετατραπεί σε συνώνυμο της εξοντωτικής απροθυμίας και της ολοκληρωτικής μιζέριας, θα δείξει τις βλαβερές συνέπειες του πλούτου σε εύπορους και φτωχούς. Φτωχοί και εύποροι θα βρουν τη χαρά τους μόνο όταν το χρήμα θα βγει από το σφιχτοδεμένο πουγκί, για να φέρει την ευτυχία στο τραπέζι όλων.
Στα «Δύσκολα χρόνια», ο Ντίκενς δεν θα κρύψει την απογοήτευσή του για το όραμα της βιομηχανικής τεχνολογίας, που αντί να διευκολύνει το άνοιγμα του δρόμου για έναν νέο τρόπο ζωής, ικανό να συμπεριλάβει στους κόλπους του τις χειμαζόμενες μάζες, θα μαζέψει το χρήμα στα χέρια των λίγων, χαντακώνοντας κάθε προοπτική και ελπίδα για τα εργατικά στρώματα. Ακόμα και στις Μεγάλες προσδοκίες, που μάλλον ξεφεύγουν από τα όρια του κοινωνικού μυθιστορήματος, ο συγγραφέας θα χτίσει τον κεντρικό του χαρακτήρα με βάση τις επιταγές του χρήματος, όπως τις επιβάλλει η βικτωριανή Αγγλία. Ένας φτωχός νέος, έχει ένα και μοναδικό στόχο: να πλουτίσει σε μια κοινωνία, της οποίας το σύστημα τον αποκλείει.

Η αδυναμία του Ντίκενς, και ταυτόχρονα η δύναμή του, γίνεται φανερή στην τάση του να παρασύρεται σε συναισθηματισμούς. Στην περίφημη «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» (1843) βλέπουμε τον άκαρδο και τσιγκούνη Σκρουτζ, από οπαδό του Μάλθους και της εξολόθρευσης των φτωχών, να μετατρέπεται τελικά σε γενναιόδωρο ευεργέτη τους…

«Τάσσεται στο πλευρό των αδύναμων», γράφει ο Οργουελ, αλλά «αν ακολουθήσει κανείς αυτή τη στάση έως τη λογική της συνέπεια, σημαίνει ότι πρέπει να αλλάζει θέση όταν ο καταπιεσμένος γίνεται καταπιεστής, και πράγματι ο Ντίκενς τείνει να το κάνει. Μισεί, λόγου χάρη, την Καθολική Εκκλησία, αλλά, όταν οι Καθολικοί γίνονται αντικείμενο καταδίωξης, βρίσκεται στο πλευρό τους. Μισεί ακόμη περισσότερο την αριστοκρατική τάξη, αλλά, όταν η αριστοκρατία ανατρέπεται ριζικά (βλ. το «Ιστορία δύο πόλεων»), οι συμπάθειές του μεταστρέφονται. Όποτε απομακρύνεται από αυτή τη συγκινησιακή στάση, ξεστρατίζει και χάνεται».

Ο Όργουελ θεωρούσε πως ο Ντίκενς είναι ένας συγγραφέας που οι πάντες έχουν ιδιοποιηθεί «καθολικοί, μαρξιστές και κυρίως συντηρητικοί». Στα τέλη του 19ου αιώνα ήρθαν στο προσκήνιο οι Ρώσοι συγγραφείς, οι οποίοι θεωρήθηκαν ανώτεροι λογοτεχνικά του Ντίκενς. Εκείνοι όμως είχαν διαφορετική γνώμη: Ο Τουργκένιεφ επαινούσε τον Ντίκενς, ενώ ο Τολστόι έλεγε γι’ αυτόν: «Όλοι οι χαρακτήρες του είναι προσωπικοί μου φίλοι, συνεχώς τους συγκρίνω με αληθινά πρόσωπα, με τόση ζωντάνια τους έχει γράψει». Ακόμη και ο Ντοστογιέφσκι επηρεάστηκε από συγκεκριμένους χαρακτήρες του Άγγλου συγγραφέα…

Ο Ντίκενς μέσα από το έργο του προσπαθεί να κάνει σαφές ότι η φτώχεια δεν αποτελεί προϊόν προσωπικής ανικανότητας, αλλά το χαρακτηριστικό ενός ταξικού καθεστώτος, που οδηγεί συντεταγμένα στην ανισότητα.