Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΝΑΖΙΣΜΟΥ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΝΑΖΙΣΜΟΥ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Ο Δρόμος του Χίτλερ προς την Εξουσία

 

Γράφει ο Αλέξανδρος Στεργιόπουλος

 

Η περίοδος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έχει σημαδέψει τη νεότερη ιστορία. Έφερε αλλαγές στο πρόσωπο της υφηλίου και είναι κομβικό σημείο για την εξέλιξη της ανθρώπινης προσπάθειας στα χρόνια που ακολούθησαν.

Κεντρική μορφή αυτής της πύρινης και σκοτεινής περιόδου, ο Αδόλφος Χίτλερ. Ένας ευφυής, διεστραμμένος, πολεμοχαρής άνθρωπος. Επειδή όμως όλοι μάθαμε για το αίμα, την καταστροφή, τον ξεριζωμό, τις βόμβες, την παράνοια, έχει ενδιαφέρον να δούμε πως φτάσαμε στα κανόνια και τις ξιφολόγχες γι’ αυτό και θα εξερευνήσουμε την περίοδο 1919-1933 στον τόπο που ξεκίνησαν όλα: Τη Γερμανία. Θα παρουσιάσουμε τη διαδρομή μέχρι την άνοδο στη εξουσία του Χίτλερ.

 

 

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ

Η περίοδος 1919-1933 ονομάζεται Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Κατά τη διάρκεια της το γερμανικό Ράιχ είναι ομοσπονδιακό. Το σύνταγμα καθορίζει ένα πολιτικό σύστημα με στοιχεία της κοινοβουλευτικής και της προεδρευόμενης δημοκρατίας. Το κοινοβούλιο ονομάζεται Ράιχσταγκ και πρωτεύουσα το Βερολίνο. Η πρώτη αυτή γερμανική δημοκρατία παίρνει το όνομα της από την πόλη Βαϊμάρη όπου συνήλθε η γερμανική εθνοσυνέλευση για να δημιουργήσει ένα νέο Σύνταγμα μετά την κατάλυση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Η δημιουργία του κράτους αυτού είναι άμεση συνέπεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ η πτώση του συνδέεται άμεσα με την άνοδο στην εξουσία των εθνικοσοσιαλιστών.

Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος έφτανε στο τέλος του και το ηθικό του στρατού όπως και της χώρας είχε καταρρεύσει. Σειρά ηττών οδήγησε σε πολλές απεργίες στην επικράτεια. Οι ναυτικοί στη βάση του Κίελο προχώρησαν σε ανταρσία και αρνήθηκαν να ταξιδέψουν για μάχη με τους Βρετανούς. Στρατιώτες, ναυτικοί και εργάτες δημιούργησαν συμβούλια επηρεασμένα από τα γεγονότα (τότε) στην κομμουνιστική Ρωσία.

Ο Κάιζερ, Ουίλιαμ ΙΙ παραιτήθηκε και εξορίστηκε στην Ολλανδία. Μια δημοκρατία εξαγγέλθηκε με τον αρχηγό του SPD Φρέντεριχ Εμπερτ Καγκελάριο. Η πρώτη πράξη της νέας κυβέρνησης ήταν να υπογράψει την εκεχειρία με τους συμμάχους. Πολλοί (μεταξύ τους και ο Χίτλερ) είδαν την κίνηση σαν πράξη προδοσίας και οι άντρες που συμφώνησαν έγιναν γνωστοί ως οι «εγκληματίες του Νοέμβρη». Η καινούργια δημοκρατία αντιμετώπισε αρκετά προβλήματα μεταξύ των οποίων:

  • Πάνω από 2,5 εκατομμύρια Γερμανοί είχαν πεθάνει στον πόλεμο και τέσσερα είχαν τραυματιστεί.
  • Ο στρατός κι άλλα εθνικά γκρουπ στη γερμανική κοινωνία ήταν δυσαρεστημένα με τη φυγή του Κάιζερ. Κάποια απ’ αυτά όφειλαν υποταγή στη νέα δημοκρατία. Οι περισσότεροι ένιωθαν εχθρικά και έβλεπαν την κυβέρνηση  με περιφρόνηση.
  • Τα οικονομικά προβλήματα ήταν σοβαρά, συμπεριλαμβανομένου την άνοδο των τιμών, ανεργία και τον συνεχή αποκλεισμό από τους συμμάχους.
  • Η Γερμανία αντιμετώπιζε την προοπτική μιας σκληρής συνθήκης που διαπραγματευόταν στο Παρίσι.
ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΕΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ

Πριν ακόμη σχεδιαστεί το νέο Σύνταγμα υπήρχε σοβαρή πρόκληση από την αριστερά. Πολλοί ήλπιζαν να δουν επανάσταση σαν κι αυτή στην ΕΣΣΔ, την προλεταριακή. Η αριστερή πτέρυγα είχε αρχηγό τον Καρλ Λάιμπνιτς και τη Ρόζα Λούξεμπουργκ που ξεκίνησαν μια δυναμική, επαναστατική προσπάθεια στο Βερολίνο τον Ιανουάριο του 1919. Είχαν καταλάβει κτίρια και πολλοί φοβήθηκαν την «κόκκινη πανούκλα». Ο υπουργός άμυνας Γκούσταβ Νόσκε χρησιμοποίησε τον στρατό και τους Freikorps για να καταστείλει τους αντιδρώντες. Οι Freikorps ήταν μια εθελοντική αστυνομία, αποτελούμενη από πρώην στρατιωτικούς που είχαν αποστολή να διαφυλάξουν τα σύνορα. Ηταν βαθύτατα αντικομμουνιστικό κίνημα με βάρβαρες μεθόδους. Ο Λάιμπνιτς και η Λούξεμπουργκ δολοφονήθηκαν και η επαναστατική προσπάθεια τελείωσε. Στη Βαυαρία υπήρξε ανάλογη κίνηση που «πνίγηκε» αμέσως από τους παραστρατιωτικούς. Η πολιτική βία ήταν έντονη.

Παρά την προσπάθεια των επαναστατών αριστερών, η πλειοψηφία των Γερμανών ψήφισε τον Ιανουάριο του 1919 κόμματα που ευνοούσαν τη δημοκρατική ομοσπονδία. Αυτά ήταν το SPD, το φιλελεύθερο DDP και το Καθολικό Κεντρικό κόμμα. Το Φεβρουάριο της ίδιας χρονιάς συνήλθε στη Βαϊμάρη η σύνοδος και ο Εμπερτ εξελέγη πρόεδρος.

Το νέο Σύνταγμα ήταν πολύ δημοκρατικό. Η Γερμανία επρόκειτο να γίνει ομοσπονδιακό κράτος. Η βουλή (Ράιχσταγκ) θα εκλεγόταν κάθε τέσσερα χρόνια με το σύστημα της αναλογικής, κάτι που σήμαινε ότι ήταν αδύνατο ένα κόμμα να έχει απόλυτη πλειοψηφία.

Οσοι ήταν πάνω από 20 μπορούσαν να ψηφίσουν. Η Ράιχσταγκ απασχολούνταν με θέματα όπως η φορολόγηση, η άμυνα και οι εξωτερικές σχέσεις. Επειδή υπήρχαν πολλοί σχηματισμοί, ήταν ανάλογες και οι συμμαχικές κυβερνήσεις. Στη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης υπήρξαν 20 χωριστές συμμαχίες. Η μακροβιότερη κυβέρνηση είχε ορίζονται δυο ετών. Το πολιτικό χάος οδήγησε πολλούς να χάσουν την πίστη τους στο νέο δημοκρατικό σύστημα.

Κεφαλή του κράτους επρόκειτο να είναι ο πρόεδρος που θα εκλεγόταν κάθε εφτά χρόνια. Αυτός ήταν ο αρχηγός του στρατού και είχε την δύναμη να διαλύσει τη Ράιχσταγκ και να προτείνει τον Καγκελάριο που θα απολάμβανε την υποστήριξη της. Σημαντικό ήταν το άρθρο 48 το οποίο έλεγε: Μπορούσε να κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης και να κυβερνήσει με διάταγμα. Επίσης μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμα της αρνησικυρίας σε νόμους που δεν του άρεσαν.

ΤΑ ΚΥΡΙΟΤΕΡΑ ΓΕΡΜΑΝΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΑ
  • Το SPD (σοσιαλδημοκράτες) ήταν ένα μετριοπαθές κόμμα και το μεγαλύτερο και πιο αφοσιωμένο στη Δημοκρατία. Έντονα αντί-κομμουνιστικό.
  • Το κεντρώο (Zentrum) που υπερασπιζόταν ποικίλα ενδιαφέροντα το 1870. Είχε στήριξη απ’ όλες τις τάξεις. Ήταν παρόν σε κάθε συμμαχική κυβέρνηση μέχρι το 1933. Τo BVP ήταν σύμμαχος του στη Βαυαρία.
  • Το DDP (γερμανικό δημοκρατικό κόμμα) ήταν φιλελεύθερο και εκπροσωπούσε κυρίως τη μεσαία τάξη. Έχασε υποστήριξη μετά το 1920. Το 1919 έλαβε 19%. Μέχρι το 1932 είχε πέσει στο 1%.
  • Το DVP (Το γερμανικό λαϊκό κόμμα) είχε επιφυλάξεις για τη νέα Δημοκρατία και κατά βάθος ήταν μοναρχικό. Υποστηριζόταν από τη μεσαία τάξη. Αρχηγός ήταν ο Γκούσταβ Στρέσεμαν. Το υψηλότερο του σημείο ήταν το 1920 όταν και έλαβε 14%. Μέχρι το 1932 έφτασε στο 2%.
Η ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ
  • Το USPD (ανεξάρτητο σοσιαλιστικό κόμμα) είχε διασπαστεί από το SPD το 1917, γιατί δεν είχε υποστηρίξει τη συμμετοχή της Γερμανίας στον Πρώτο Παγκόσμιο. Ξέπεσε γρήγορα μετά το 1920 με την άνοδο του κομμουνιστικού κόμματος.
  • Το KPD (κομμουνιστικό κόμμα) σχηματίστηκε από την Ένωση Spartacus που ηγήθηκε της επανάστασης ενάντια στην κυβέρνηση τον Ιανουάριο του 1919. Ήταν πολύ κοντά με τη Μόσχα και αρνούνταν πεισματικά τη συνεργασία με τα κόμματα που υποστήριζαν τη Βαϊμάρη. Μάλιστα ήταν ιδιαίτερα εχθρικό με το SPD. Η άρνηση τους απέναντι στα δημοκρατικά κόμματα ήταν τόσο μεγάλη που κάποια στιγμή συμμάχησαν με τους Ναζί για ψήφος στη Ράιχσταγκ. Αυτό έγινε για περαιτέρω αποσταθεροποίηση της Δημοκρατίας.
Η ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΔΕΞΙΑ
  • Το DNVP (γερμανικό εθνικόλαϊκό κόμμα) ξεκίνησε τη δράση του 1918. Απαρτίζονταν κυρίως από υποστηρικτές της παλιάς Μοναρχίας. Είχε μεγάλη απήχηση στον αγροτικό κόσμο, ειδικά στις προτεσταντικές περιοχές. Ηταν σύμμαχοι του Χίτλερ όταν ανέβηκε στην εξουσία το 1933.
  • Το NSDAP (εθνικό εργατόσοσιαλιστικό κόμμα ή Ναζιστικό) ιδρύθηκε στο Μόναχο το 1919. Στην αρχή υποστήριζε τη βίαιη ανατροπή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Μετά την αποτυχημένη προσπάθεια του 1923 υιοθέτησε πιο ορθολογιστικό τρόπο για να κατακτήσει την εξουσία. Η εισβολή του παγκόσμιου κραχ και το οικονομικό χάος της δεκαετίας του 1930 βοήθησαν στην κατακόρυφη άνοδο του. Το 1930 κέρδισε το 18% των ψήφων και μέχρι το 1932 ήταν το μεγαλύτερο κόμμα στη Ράιχσταγκ.
Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΩΝ ΒΕΡΣΑΛΛΙΩΝ

Τα νέα για τη Συνθήκη ήταν σοκ για τη νέα κυβέρνηση και το γερμανικό λαό. Στην ουσία όλοι οι όροι της Γερμανίας κατήγγειλαν τη συμφωνία. Έγινε γνωστή ως «επιβολή» (Diktat) μια και η χώρα εξαναγκάστηκε να υπογράψει. Την ημέρα της υπογραφής οι προτεσταντικές εκκλησίες κήρυξαν εθνικό πένθος.

Οι Γερμανοί ήταν έξαλλοι με την απώλεια των αποικιών, των εδαφών και του πληθυσμού σε Γαλλία, Βέλγιο και Πολωνία. Επιπλέον υπήρχε δυσφορία για τους περιορισμούς  στο μέγεθος του στρατού και του ναυτικού, την απαγόρευση για αεροπορική δύναμη και τεθωρακισμένα, αλλά προβλεπόταν και αποστρατικοποίηση της Ρίνελαντ. Παράλληλα, υπήρξε η αίσθηση ότι στην περίπτωση των Γερμανών της Αυστρίας αγνοήθηκε η αρχή του αυτοπροσδιορισμού. Επίσης οι κυβερνώντες θεώρησαν άδικα τα μέτρα για τις αποζημιώσεις πολέμου. Αμεσο αποτέλεσμα της Συνθήκης ήταν η έλλειψη εμπιστοσύνης στους πολιτικούς που την υπέγραψαν. Αυτό φάνηκε στα χαμηλά ποσοστά των κομμάτων που υποστήριξαν τη Δημοκρατία στις εκλογές του 1920.

KAPP PUTSCH

Η απογοήτευση της δεξιάς έγινε πιο έντονη όταν η κυβέρνηση προχώρησε στη διάλυση των ομάδων Freikorp. Ο εθνικιστής πολιτικός Βόλφγκανγκ Καπ ηγήθηκε εξέγερσης στο Βερολίνο, υποστηριζόμενης από τους Freikorp και τον αρχηγό του στρατού της πόλης. Ο τακτικός στρατός αρνήθηκε να συγκρουστεί και η κυβέρνηση πήγε στη Στουτγάρδη. Το κάλεσμα σε γενική απεργία δεν έπιασε και η προσπάθεια κατέρρευσε. Την ίδια περίοδο ανάλογη κίνηση γινόταν από τους κομμουνιστές στη Ρουρ με χιλιάδες νεκρούς.

Οι εκτελέσεις από την δεξιά ήταν μάστιγα στα πρώτα χρόνια της νέας Δημοκρατίας με τους πολιτικούς Ματίας Ερτζμπέργκερ και Ουόλθερ Ράτενο να είναι οι πρώτοι που δολοφονήθηκαν.

Η ΚΑΤΟΧΗ ΤΗΣ ΡΟΥΡ ΑΠΟ ΤΗ ΓΑΛΛΙΑ

Το 1921 η επιτροπή αποζημιώσεων των συμμάχων ζητούσε από την γερμανική κυβέρνηση 6.6 δισεκατομμύρια λίρες. Οι Γερμανοί δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν και την περίοδο 1922-23 αθέτησαν τη συμφωνία για τις αποζημιώσεις.

Αυτό δεν έμεινε ατιμώρητο καθώς 70 χιλιάδες στρατιώτες από Γαλλία και Βέλγιο κατέλαβαν τη Ρουρ. Σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν την παραγωγή της περιοχής, που ήταν η καρδιά της βιομηχανίας σαν τρόπο αποπληρωμής. Η γερμανική κυβέρνηση ξεκίνησε παθητική αντίσταση και προκάλεσε γενική απεργία. Κάποιοι προχώρησαν και σε τρομοκρατικές ενέργειες. Η αντίδραση των Γάλλων ήταν σκληρή. Βίαιες έρευνες στα σπίτια, απαγωγές, και εκτελέσεις.

Οι οικονομικές συνέπειες της κατοχής ήταν καταστροφικές. Η απώλεια παραγωγής στη Ρουρ εξαπλώθηκε και η ανεργία εκτινάχθηκε από 2% στο 23%. Οι τιμές βγήκαν εκτός ελέγχου, αφού τα φορολογικά έσοδα κατέρρευσαν και η χρηματοδότηση του κράτους γινόταν με το τύπωμα χρημάτων.

Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΤΡΕΣΕΜΑΝ

Στις σκοτεινές ημέρες του 1923, ο Γκούσταβ Στρέσεμαν έγινε καγκελάριος και οι πολιτικές του βοήθησαν στην αλλαγή της τύχης της Βαϊμάρης. Ηταν ένθερμος υποστηρικτής της εμπλοκής της Γερμανίας στον Πρώτο Παγκόσμιο  και υπερασπίστηκε την μάχη με υποβρύχια, σαν το μόνο τρόπο για να επικρατήσουν της Βρετανίας.

Αρχικά ήταν αντίθετος με τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης και τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Δημιούργησε το δικό του κόμμα (DVP) . Στη συνέχεια είχε στήριξη από το SPD και τον Αύγουστου του 1923 έγινε καγκελάριος. Η κυβέρνηση του κράτησε μέχρι το Νοέμβριο, διατήρησε όμως τη θέση του ΥΠΕΞ μέχρι και το θάνατο του τον Οκτώβριο του 1929. Σαν καγκελάριος κατάφερε να εξασφαλίσει οικονομική στήριξη για την απεργία στη Ρουρ. Επίσης κατέστειλε επαναστατική προσπάθεια των κομμουνιστών στην Σαξονία και αντιμετώπισε την απειλή του Χίτλερ στη Βαυαρία.

Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ

Τα επόμενα έξι χρόνια, σαν υπουργός εξωτερικών προσπάθησε να βελτιώσει τη θέση της Γερμανίας εκτός συνόρων και συνεργάστηκε με Γαλλία και Βρετανία ώστε να εξασφαλίσει αναθεώρηση κάποιων όρων της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Η πολιτική ονομάστηκε «πολιτική της εκπλήρωσης».

Κατάφερε αρκετά. Μετά από πίεση ΗΠΑ και Αγγλίας, η Γαλλία αποσύρθηκε από τη Ρουρ. Ο Στρέσεμαν δέχτηκε τις υποδείξεις της επιτροπής Dawes για συμβιβασμό στο θέμα των αποζημιώσεων. Ενας μετριοπαθής τρόπος πληρωμής ορίστηκε,  ανεβαίνοντας από 50 εκατομμύρια λίρες σε 125 εκατομμύρια μετά από πέντε χρόνια. Πρόσθετα υπήρξε αναστολή δραστηριότητας (μορατόριουμ) στην αποπληρωμή. Το δάνειο ύψους 800 εκατομμυρίων δολαρίων τόνωσε τη Γερμανία. Τα επόμενα πέντε χρόνια υπήρξε εισροή χρημάτων από την Αμερική που βελτίωσαν την οικονομική κατάσταση.

 Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΛΟΥΚΕΡΝΗΣ

Το 1925 πήρε την πρωτοβουλία που οδήγησε στη Συνθήκη της Λουκέρνης. Με αυτή τη συμφωνία η Γερμανία αναγνώριζε τα δυτικά σύνορα και υποσχέθηκε να χρησιμοποιήσει ειρηνικά μέσα για να εξασφαλίσει αναθεώρηση των συνόρων της στα ανατολικά. Ο Στρέσεμαν ήταν εθνικιστής και δεν ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει νόμιμες (όπως νόμιζε) διεκδικήσεις για την επιστροφή της Ντανζίγκ κι άλλων εδαφών στην Πολωνία.

Το Σεπτέμβριο του 1926 έγινε μόνιμο μέλος της Κοινωνίας των Εθνών. Η θέση ήταν αναγνώριση τους status και της δύναμης της.

Μέρος της πολιτικής που ακολουθούνταν, η πρώτη από τις τρεις ζώνες της Ρίνελαντ εκκενώθηκε το 1926. Τον επόμενο χρόνο η διεθνής επιτροπή ελέγχου που επιθεωρούσε τον αφοπλισμό της Γερμανίας αποσύρθηκε. Το 1929 μειώθηκε το ποσό των αποζημιώσεων στα 2 δισεκατομμύρια στερλίνες και ο χρονικός ορίζοντας αποπληρωμής ορίστηκε σε μια περίοδο 59 χρόνων. Ο Στρέσεμαν κέρδισε απόλυτη εκκένωση των συμμάχων από τη Ρίνελαντ ως τον Ιούνιο του 1930.

Όταν πέθανε τον Οκτώβριο του 1929 η φήμη του ήταν σε πολύ υψηλά επίπεδα και υπήρχε ελπίδα για ειρήνη στην Ευρώπη. Ο Χίτλερ σημείωσε ότι ο Στρέσεμαν «δεν μπορούσε να πετύχει περισσότερα».

 

Η ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΤΗΣ ΒΑΪΜΑΡΗΣ, 1930-1933

Ο θάνατος του Στρέσεμαν δεν μπορούσε να έρθει σε πιο ακατάλληλη στιγμή για τη νέα Δημοκρατία. Η εισβολή της «Μεγάλης κατάπτωσης» θα είχε δραματικές επιπτώσεις.

Η ανύψωση της γερμανικής οικονομίας ήταν αποτέλεσμα των δανείων από τις ΗΠΑ. Με αυτά είχαν χρηματοδοτηθεί κυβερνητικά έργα κι άλλες δραστηριότητες. Τα ποσοστά κερδών αυξάνοντας και κεφάλαιο έρρεε στα ταμεία. Μεγάλες εταιρίες δανείζονταν και ήταν εξαρτημένες από τα χρήματα που έδινε η Αμερική. Γερμανικές τράπεζες τα χρησιμοποίησαν για να επενδύσουν. Τα θεμέλια της οικονομίας ήταν σαθρά.

Καλά όλα αυτά, όμως το κραχ του 1929 ερχόταν και η Γερμανία θα δεχόταν μεγάλο χτύπημα. Την περίοδο 1928-29 δεν υπήρξε βιομηχανική ανάπτυξη και η ανεργία ανέβηκε στα 2,5 εκατομμύρια πολίτες. Στις 29 Οκτωβρίου του 29’ πουλήθηκαν 16.4 εκατομμύρια μετοχές! Οι τιμές κατρακύλησαν. Ετσι οι ΗΠΑ απαίτησαν εισαγωγές. Οι αμερικάνικες τράπεζες είδαν τις απώλειες του να μεγαλώνουν και άρχισαν να πιέζουν για τα βραχυπρόθεσμα δάνεια στα οποία είχε στηριχτεί η γερμανική οικονομία. Οι μεγάλες εταιρίες άρχισαν τις απολύσεις, η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε ακόμη περισσότερο. Το 1931 μερικές τράπεζες σε Αυστρία και Γερμανία έβαλαν λουκέτο. Το Φεβρουάριο του 1932 η ανεργία έφτασε στα 6.1 εκατομμύρια πολίτες. Στην ουσία ένας στους τρεις ήταν χωρίς δουλειά. Η μείωση εισοδήματος, έφερε κατάρρευση στα φορολογικά έσοδα.  Κάποια στιγμή η κυβέρνηση δεν μπορούσε να πληρώσει επιδόματα.

Η ΆΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΝΑΖΙΣΜΟΥ

Το έγκλημα και οι αυτοκτονίες αυξάνονταν. Πολλοί έχασαν την ελπίδα τους. Ο κόσμος άρχισε να εγκαταλείπει τα δημοκρατικά κόμματα και στράφηκε στα κομμουνιστικά και στο ναζισμό. Στις εκλογές του 1930 οι Ναζί κέρδισαν 107 αντιπροσώπους. Υπήρξε αντίθεση στο δημοκρατικό σύστημα και οι ναζιστές χρησιμοποιούσαν βία ενάντια στους πολιτικούς αντιπάλους. Οι ομάδες του Χίτλερ συγκρούονταν συχνά με τους κομμουνιστές.

Ο νέος καγκελάριος, κεντρώος πολιτικός Χάινριχ Μπρούνινγκ, ακολούθησε σφιχτή οικονομική πολιτική για να συγκρατήσει τον πληθωρισμό και να διατηρήσει ανταγωνιστικές τις εξαγωγές. Προχώρησε σε αύξηση φορολογίας, μείωσε μισθούς και τη βοήθεια στους ανέργους. Αν και η στρατηγική φαινόταν σωστή, χειροτέρεψε τα πράγματα. Η κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος επέτεινε τη σύγχυση.  Ο Μπρούνινγκ δεν ήταν καθόλου δημοφιλής. Μάλιστα, ονομάστηκε «ο πεινασμένος καγκελάριος».

 

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Η δυσμένεια ήταν μεγάλη για τον Μπρούνινγκ που ήταν αδύνατο να έχει πλειοψηφία στη Ράιχσταγκ. Επικαλέστηκε το άρθρο 48 και τις ειδικές διατάξεις για να περάσει νομοσχέδια. Το 1932 το κοινοβούλιο είχε απαξιωθεί.

Κάποιοι από τους συμβούλους του προέδρου ήθελαν στη κυβέρνηση και τους Ναζί, αλλά ο  Μπρούνινγκ ήταν αντίθετος. Επιδίωξη τους: Να προσπεράσουν τη Ράιχσταγκ και να εγκαταστήσουν μια δεξιά αυταρχική κυβέρνηση. Ο Χίντενμπουργκ έχασε την εμπιστοσύνη του στον καγκελάριο και τον αντικατέστησε με τον εξ ίσου μη δημοφιλή Φον Πάπεν. Το συμβούλιο των βαρόνων δεν είχε καμία στήριξη και φάνηκε στις εκλογές του 1932.

Το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό για τη δημοκρατία στη Γερμανία της Βαϊμάρης. Το ναζιστικό κόμμα (NSDAP) κέρδισε το 37% των ψήφων και 230 έδρες. Η πολιτική βία εντάθηκε και πολλοί σκοτώθηκαν. Το Νοέμβριο του 1932 οι Ναζί παρέμεναν η πιο μεγάλη δύναμη. Ο Φον Πάπεν αντικαταστάθηκε από τον Φον Σλέσερ στην καγκελαρία. Ο Φον Πάπεν άρχισε αμέσως την προσπάθεια ανατροπής του νέου καγκελάριου και ήρθε σε επαφή με τον Χίτλερ. Συμφώνησαν αυτός να γίνει καγκελάριος σε μια κυβέρνηση με υποστηρικτές του Πάπεν. Ο πρόεδρος Πάουλ Φον Χίντενμπουργκ αντιπαθούσε τον Χίτλερ, πείστηκε να τον ορίσει καγκελάριο στις 30 Ιανουαρίου.

Η ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ

Αυτό ήταν και το τέλος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Από το 1933 ο Χίτλερ επιβάλλει δικτατορικό καθεστώς  Στις 27 Φεβρουαρίου έγινε ο εμπρησμός του Ράιχσταγκ. Οι εθνικοσοσιαλιστές κατηγόρησαν τους κομμουνιστές και ενεργοποιώντας το άρθρο 48 του συντάγματος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης απέκτησαν τη δύναμη που ήθελαν για να καταργήσουν θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτικών τους αντιπάλων (κυρίως των κομμουνιστών).

Την απόλυτη κατάκτηση της εξουσίας πέτυχαν με τον «Εξουσιοδοτικό νόμο» (Ermächtigungsgesetz) στις 23 Μαρτίου, ο οποίος έπρεπε να ψηφιστεί από τουλάχιστον τα δυο τρίτα της βουλής. Με την απαγόρευση του Κομμουνιστικού Κόμματος (KPD) και την σύλληψη πολλών σοσιαλδημοκρατών βουλευτών, ο Χίτλερ κατάφερε, με τη βοήθεια του συντηρητικού «Zentrum» και του εθνικιστικού «DNVP»  να συγκεντρώσει τις απαραίτητες ψήφους. Ο «Εξουσιοδοτικός νόμος» παραχώρησε όλη την νομοθετική εξουσία στην Κυβέρνηση, ανεξάρτητα από κοινοβούλιο και Πρόεδρο. Με άλλα λόγια, το Κοινοβούλιο επέτρεψε την ενοποίηση της εκτελεστικής εξουσίας με την νομοθετική και, με τον τρόπο αυτό, έγινε περιττό. Με την απόφαση αυτή αρχίζει στη Γερμανία η περίοδος της εθνικοσοσιαλιστικής δικτατορίας, γνωστή και ως εποχή του «Τρίτου Ράιχ».